Η ‘ηθικότητα’ της απαγόρευσης της αναπαραγωγικής κλωνοποίησης: οι λόγοι



Ο διάλογος που αφορά στην αναπαραγωγική κλωνοποίηση του ανθρώπου αποτελεί παγκοσμίως το μαύρο πρόβατο των ηθικών συζητήσεων για την κοινωνική ευημερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Κι ενώ παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια να συντελείται μεγάλη πρόοδος στον τομέα της θεραπευτικής κλωνοποίησης (που στοχεύει στη δημιουργία συμβατών ιστών και μοσχευμάτων) με ολοένα πιο προοδευτικές νομικές ρυθμίσεις, το δίλημμα για την παραγωγή κλώνων θεωρείται λήξαν. Ο κύβος ερρίφθη και η μέθοδος της Μεταφοράς Πυρήνα Σωματικού Κυττάρου (ή SCNT), όπως είναι η επιστημονική ονομασία της κλωνοποίησης, απαγορεύτηκε ασυζητητί στο όνομα των υποτιθέμενων κινδύνων, που παρακολουθούμε στις σχετικές ταινίες επιστημονικής φαντασίας. Έχει ενδιαφέρον, λοιπόν, να παρουσιάσουμε τον διάλογο που προηγήθηκε και που κυριαρχούσε στα πάνελ των διαφόρων επιτροπών βιοηθικής τουλάχιστον μέχρι το 2004.

Ποια είναι, όμως, η απειλή από την έλευση των κλώνων? Οι πολέμιοι της τεχνικής εγείρουν δύο τύπους επιχειρημάτων, που συμπεραίνουν την ανηθικότητα και τη βλάβη από τη χρήση της SCNT. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι υποθέσεις για την προσβολή του ατόμου που θα παραχθεί και στη δεύτερη οι ενδεχόμενοι κίνδυνοι για το ανθρώπινο είδος ή την ίδια την ‘ουσία’ του ανθρώπου. Αλλά ας δούμε προηγουμένως για τι ακριβώς μιλάμε. Στην περίπτωση της κλωνοποίησης δεν συντήκεται ωάριο με σπερματοζωάριο για να παραχθεί ένα νέο άτομο. Όπως δηλώνει και η μακροσκελής ονομασία της, εισάγεται σε απύρηνο ωάριο ένα οποιοδήποτε κύτταρο από το σώμα του ατόμου. Έτσι, το έμβρυο που προκύπτει έχει σχεδόν το ίδιο γενετικό υλικό με τον δότη του σωματικού κυττάρου. Οι διαφορές δότη-κλώνου σε αυτό το επίπεδο οφείλονται στη μικρή συνεισφορά του κυτταροπλάσματος του ωαρίου, καθώς και σε τυχαίες μεταλλάξεις κατά την κύηση και μετά τη γέννα. Η επιρροές (προ- γεννητικές, βιολογικές, κοινωνικές κτλ) του περιβάλλοντος, ωστόσο, είναι τόσο καθοριστικές, που δεν μπορούμε να μιλάμε για γενετικούς διδύμους παρά μόνο για αυξημένη γενετική ομοιότητα. Αλλά ας επανέλθουμε στον διάλογο. Ξεκινώντας, λοιπόν, με τους κινδύνους για τον κλώνο, τους διακρίνουν σε σωματικούς και ψυχολογικούς. Η πρώτη ομάδα αναφέρεται σε κάτι που ορίζεται αντικειμενικά, αλλά είναι εύκολο να απορριφθεί. Πρόκειται για την αδυναμία της τεχνικής να παράγει ως επί το πλείστον υγιή άτομα ή τουλάχιστον αυτό δείχνουν τα μέχρι στιγμής επιστημονικά δεδομένα από πειράματα σε ζώα. Παρόλα αυτά, η πιθανότητα να βελτιωθεί η μέθοδος είναι πολύ μεγάλη ιδιαίτερα μάλιστα μετά τη νομιμοποίηση της έρευνας για τη θεραπευτική κλωνοποίηση.

Η δεύτερη ομάδα επιχειρημάτων βασίζεται στην προσβολή του δικαιώματος για ένα ‘ανοιχτό μέλλον’ των παιδιών-κλώνων, όπως λέγεται χαρακτηριστικά. Η παραπάνω πρόταση υποθέτει πως η μεγάλη γενετική ομοιότητα του γονέα με το παιδί του, θα περιορίσει δραματικά τις επιλογές του τελευταίου επειδή η οικογένειά του ή η κοινωνία θα περιμένουν να συμπεριφέρεται όπως το ‘μοντέλο’ του. Ακόμη και αν η γενετική βάση του ατόμου δεν επηρεάσει την προσωπικότητά του, το γεγονός πως θα γεννηθεί στον ‘λάθος τόπο τον λάθος χρόνο’, όπου, δηλαδή, η κοινωνία δεν θα το θεωρεί παρά ένα υποδεέστερο αντίγραφο, θα του προκαλέσει - κατ’ ελάχιστο – εντονότατο ψυχολογικό πρόβλημα. Άμεση συνέπεια αυτής της συλλογιστικής είναι η απαγόρευση κάθε τύπου συμπεριφοράς ή τεχνολογικής δυνατότητας ή οντότητας, που προκαλεί αμηχανία στο ευρύ κοινό εξαιτίας της νεωτερικότητάς της. Με δυο λόγια, δικαιώνεται η καταπάτηση των δικαιωμάτων της μειοψηφίας (στην προκειμένη περίπτωση των στείρων ζευγαριών και των παιδιών τους), αντί να προωθείται το πρότυπο της διαλλακτικότητας και της επιμόρφωσης του κόσμου. Τέλος, οι απειλές για το γένος ανθρώπων συνοψίζονται στην κατασκευή ‘ανεγκέφαλων’ ή επικίνδυνων κλώνων - έρμαια στις διαβολικές επιθυμίες τρελών επιστημόνων ή αδίστακτων δικτατόρων. Στην πιο ήπια μορφή τους μιλούν για γενετική επιλογή, που ακυρώνει την εικόνα των παιδιών ως απροσδόκητων δώρων και τα εξισώνει με υποκατάστατα αγαθά. Έτσι, βλάπτεται η ιδέα της ιερότητας της τεκνογονίας και ακυρώνεται η ουσία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Αναφορικά με την πρώτη ένσταση, αξίζει να σημειωθεί η λανθασμένη ταύτιση της κλωνοποίησης με τη γενετική μηχανική. Με άλλα λόγια, το μειονέκτημα του επιχειρήματος είναι πως προσάπτει στην SCNT ιδιότητες που δεν έχει. Για παράδειγμα, η δημιουργία άβουλων πλασμάτων ή υπερανθρώπων μπορεί να είναι το αποτέλεσμα μιας γενετικής τροποποίησης και μόνο. Επιπρόσθετα, όπως ειπώθηκε και προηγουμένως, οι κλώνοι δεν αποτελούν αντίγραφα με καρμπόν, ώστε και αν κάποιος ήθελε να ‘επαναλάβει’ έναν τύπο ατόμου, στην καλύτερη των περιπτώσεων θα λάμβανε κάποιον που απλώς του μοιάζει. Από την άλλη πλευρά, στα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται βαρύγδουπες κι ασαφείς εκφράσεις είναι σαφής η θρησκευτική επιρροή, η οποία, όμως, σε έναν ανοιχτό διάλογο δεν αποδίδει παρά μία δεδομένη οπτική γωνία.

Σε γενικές γραμμές, η κλωνοποίηση δεν ανεβάζει τον πήχη τόσο ψηλά, όσο της καταλογίζεται. Είναι θεμιτό κι αναμενόμενο, βέβαια, να είμαστε αρκετά φειδωλοί σε πρωτόγνωρες τεχνολογικές δυνατότητες που θέτουν υπό κρίση τόσο προσωπικά ζητήματα, όπως αυτό της αναπαραγωγής και των οικογενειακών δεσμών. Εάν, ωστόσο, αντιδρούμε με μια πλήρη και αδικαιολόγητη άρνηση (ακόμη και οι σφοδρότεροι επικριτές της μεθόδου έχουν παραδεχτεί τη χρησιμότητά της σε ακραίες καταστάσεις) δεν κατορθώνουμε παρά να ευνοούμε, όσους πρόκειται να την καταχραστούν αφήνοντας νομικά ακάλυπτη και κοινωνικά υποβιβασμένη την ομάδα των ανθρώπων που θα προκύψουν από αυτή. Οι κλώνοι (ακόμη και η ονομασία τους είναι υποτιμητική και σημασιολογικά φορτισμένη), θα είναι κάποια άτομα που θα προκύψουν με έναν ακόμη από τους περισσότερους από 20 γνωστούς τρόπους αναπαραγωγής ανθρώπων. Θα ήταν πιο δίκαιο για εκείνους αλλά και για την κοινωνική μας συνείδηση να μεταθέσουμε το κριτήριο από την βιολογία στην προσωπικότητα.