Ένας γενναίος, νέος Cosmos



Το σήμα του νέου CosmosΕδώ και 3-4 βδομάδες, διαβάζω ολοένα και περισσότερες ιστορίες για παιδιά που μεγάλωσαν με τις βιντεοκασέτες του Carl Sagan και του πρωτότυπου Cosmos πριν κοντά 35 χρόνια, με τον Αμερικανό αστρονόμο και αστροφυσικό να στέκεται στην άκρη μιας παραλίας και να μιλά σε 500 εκατομμύρια τηλεθεατές από πάνω από 60 χώρες για έννοιες που μέχρι τότε τις μάθαιναν μόνο από το Star Trek και τον Πόλεμο των Άστρων. Η Ελληνική τηλεόραση (εννοείται η δημόσια, γιατί πού να υπάρξει χώρος σε άλλους σταθμούς για τέτοιο πρόγραμμα) αγόρασε το Cosmos κάμποσα χρόνια αργότερα και το χρησιμοποιούσε περισσότερο για να γεμίσει κενά ανάμεσα στα προγράμματά της, χωρίς να διστάζει να κόβει κάποιο από τα 13 επεισόδια στη μέση, αν δεν έφτανε ο χρόνος που ήθελε να καλύψει (π.χ. όταν κάποιος αγώνας βόλεϊ τελείωνε πριν την προϋπολογισμένη ώρα κι έπρεπε να γεμίσουμε το κενό μέχρι τις ειδήσεις).

Όπως λέει και ο αγαπημένος μου αθλητικός δημοσιογράφος, «από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι» και η τηλεόραση γέμισε από εκπομπές που, με τον ένα τρόπο ή τον άλλο, μιλάνε για την επιστήμη. Άλλες τη χρησιμοποιούν για να τραβήξουν το ενδιαφέρον του κόσμου σε ένα freak show (έχω ξαναγράψει για τις εκπομπές με τους τρελοεπιστήμονες με τις λευκές ποδιές και το μαλλί a la Einstein), άλλες τη μπλέκουν με την υγεία, την ιατρική και – τελικά – τα φάρμακα, ενώ βέβαια δε λείπει και ο μαϊντανός της συνωμοσιολογίας – Ελληνολατρείας («οι Έλληνες έχουν ανακαλύψει από την αρχαιότητα όλα όσα τα σύγχρονα …γατάκια μάς πλασάρουν τώρα, αλλά αυτό αποκρύπτεται από ξένα κέντρα αποφάσεων για να καταπιέσουν το αδάμαστο Ελληνικό πνεύμα»). Οψίμως δε, μας προέκυψαν και τα κλισέ τύπου «η επιστήμη είναι παντού», «η επιστήμη είναι ζωή» και άλλα τέτοια ρηχά και κενά περιεχομένου.

Γιατί κενά περιεχομένου; Απλούστατα, γιατί η επιστήμη δεν είναι επάγγελμα, δραστηριότητα ή συστατικό κανενός – είναι τρόπος σκέψης. Πρόσφατα συμμετείχα σε μια «συζήτηση» στο FB σχετικά με την ομοιοπαθητική – δε θα συνοψίσω εδώ το τι ειπώθηκε, πέρα από τα επιχειρήματα «είμαστε ελεύθεροι να παίρνουμε ό,τι ‘φάρμακο’ θέλουμε» και «ψάξτε λίγο στο Google και θα δείτε πόσα παραδείγματα ‘θεραπείας’ υπάρχουν, άπιστοι Θωμάδες» (εννοείται ότι τα μικρά εισαγωγικά είναι δικά μου). Αυτά τα επιχειρήματα στην ουσία ενσωματώνουν τη διαφορά που έχει η επιστήμη από άλλες πνευματικές δυνάμεις, όπως η πίστη, αλλά και τους κανόνες που διέπουν την επιστημονική σκέψη και την καθημερινότητα: προφανώς ο καθένας είναι ελεύθερος να παίρνει οποιοδήποτε ματζούνι θέλει και μετά να αισθάνεται (και να είναι) καλύτερα, όμως για να φτάσεις στο σημείο να πεις πως «το ματζούνι με θεράπευσε» πρέπει να ακολουθήσεις πειραματικές διαδικασίες ετών και με πρωτόκολλα πιο αυστηρά και από τον αντικαπνιστικό νόμο (oops!). Από την άλλη, στο internet μπορείς να βρεις οποιαδήποτε ιστορία βολεύει την υπόθεση που κάνει ο συγγραφέας ενός κειμένου, χωρίς αναφορά στις πηγές ή στις μεθόδους με τις οποίες φτάνει στο συμπέρασμα που θέλει να προβάλλει. Για το λόγο αυτό, όταν μιλάμε για επιστημονικά επιτεύγματα, δεν καταφεύγουμε σε δικτυακούς τόπους γενικού περιεχομένου, ανυπόγραφα άρθρα ή διαφημίσεις από celebrities, αλλά σε περιοδικά σαν το Nature, το New Scientist ή το BBC Science και τους αντίστοιχους δικτυακούς τόπους. Εκεί είναι εξόχως πιο πιθανό να βρούμε εμπεριστατωμένες αναλύσεις και στοιχεία που υποστηρίζονται από στατιστικές και πρωτόκολλα, παρά σε blogs με «προσωπικές μαρτυρίες» ή «κρυμμένες αλήθειες».

«Και τι με νοιάζει εμένα;» θα μου πεις. Η απάντηση βρίσκεται σε μια συνέντευξη του Δρ. Στάθη Γκόνου στο openscience.gr (και την οποία θα βρεις εδώ): «πρέπει να μιλήσουμε στο κοινό για αυτά τα θέματα, γιατί θα κληθεί να πάρει αποφάσεις που θα είναι σημαντικές για το μέλλον του και οφείλει να είναι ενημερωμένο». Ποιες είναι αυτές οι αποφάσεις; Πριν καμιά δεκαετία τσακωνόμασταν για τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα, γνωστά και σαν «μεταλλαγμένα», σε μια λανθασμένη χρήση του όρου, η οποία εμφανώς σχετίζεται με την «ελαφριά» προσέγγιση που κάποιοι επέλεξαν. Άλλη μια δεκαετία πίσω, μιλάγαμε για τις κεραίες των κινητών τηλεφώνων, ενώ τουλάχιστον δύο πολιτικοί τους οποίους θυμάμαι έβαλαν στο τραπέζι την ιδέα της πυρηνικής ενέργειας στην Ελλάδα. Τώρα τσακωνόμαστε για τους υδρογονάνθρακες, το σχιστολιθικό αέριο, τις «σεισμικές» δοκιμές (άλλη αδόκιμη μεταφορά του όρου “seismic” που αναφέρει η βιβλιογραφία και που προκαλεί αρνητικές συσχετίσεις) και τον «καθαρό άνθρακα» (σοβαρά τώρα;) Κι όμως, αυτός ο τσακωμός είναι θετικός – είναι η βάση για να δούμε μια άλλη άποψη, αρκεί αυτή να στηρίζεται από επαναλαμβανόμενες και αξιόπιστες μετρήσεις και να επιβεβαιώνεται στο πεδίο και το εργαστήριο από διαφορετικές ομάδες επιστημόνων. Η εξήγηση και η αιτιολόγηση των μετρήσεων μπορεί να είναι θέμα συζήτησης ή ακόμα και τσακωμού, όμως τα δεδομένα σπανίως ψεύδονται. Γι’ αυτό λέω ότι η επιστήμη είναι ο πιο δημοκρατικός από τους θεσμούς: μπορεί να κατέβει ένας βοσκός από την κορυφή του βουνού και να σου μιλήσει για ένα φαινόμενο που είδε και μέτρησε, ακολουθώντας πάντα την επιστημονική μέθοδο, και η γνώμη του να έχει την ίδια βαρύτητα με τον Νομπελίστα που μέτρησε το ίδιο φαινόμενο. Σίγουρα η αιτιολόγηση και ο σχολιασμός προϋποθέτουν καλή γνώση της θεωρίας και της έρευνας των άλλων επιστημόνων, αλλά η πιστή τήρηση των κανόνων της επιστημονικής μεθόδου είναι κάτι που δε γράφεται σε κανένα πτυχίο και κανένα πιστοποιητικό.

Γι’ αυτό και λέω ότι τα κλισέ είναι κενά περιεχομένου. Η επιστήμη δεν είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που βιώνουμε ή που ξέρουμε – δεν είναι καν κομμάτι του. Είναι ένας φακός μέσα από τον οποίο βλέπουμε, μετράμε και μιλάμε για τα πράγματα. Και το «μιλάμε» είναι ιδιαίτερα σημαντικό: η επικοινωνία είναι, ίσως, το πιο σημαντικό κομμάτι της δουλειάς ενός επιστήμονα, γιατί χωρίς αυτό απλά δε μπορεί να είναι βέβαιος (όχι ότι είναι ποτέ…) για την αξία της δουλειάς του. Η δουλειά του επιστήμονα κρίνεται κάθε μέρα, τόσο από τους συναδέλφους-ανταγωνιστές του, όσο και από τους ανώτερους σε ακαδημαϊκό επίπεδο, αλλά και σε διοικητικό, αφού εξαρτάται από τη χρηματοδότηση (κυρίως) από την Ευρωπαϊκή Ένωση για να συνεχίσει την έρευνά του και να επιβιώσει, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν είναι δυνατό κάποιος να είναι καλός επιστήμονας, αν δε μπορεί να μιλήσει για τη δουλειά του με τέτοιο τρόπο ώστε να πείθει χρησιμοποιώντας επιστημονικά επιχειρήματα, ούτε έχει νόημα κάποιος να μιλά για επιστημονικά θέματα, αν δεν ακολουθεί ο ίδιος την επιστημονική μέθοδο. Κι αυτό είναι κάτι που προσπαθούμε να προωθήσουμε στο Famelab (στο οποίο έχουμε τους προκριματικούς την επόμενη εβδομάδα). Το να βρούμε «φρέσκα» πρόσωπα για να μιλήσουν για την επιστήμη και να συναρπάσουν το κοινό είναι μόνο η μια πλευρά – άλλωστε …πέντε νοματαίοι είμαστε στην Ελλάδα, και το να σταδιοδρομήσεις κάνοντας μόνο αυτό είναι απίθανο. Το βασικό είναι να βγάλουμε τους επιστήμονες από το εργαστήριο και το αμφιθέατρο και να τους δώσουμε την ευκαιρία να μιλήσουν στον κόσμο για τη δουλειά τους, ενημερώνοντας με αντικειμενικότητα και σαφήνεια και καθησυχάζοντάς τον για τις διάφορες φήμες που κυκλοφορούν αδιακρίτως στο internet. Από το 2007 που συμμετείχα στο διαγωνισμό, θεωρώ ότι η μεγαλύτερη συνεισφορά μου είναι αυτή ακριβώς η αλληλεπίδραση με τους συμμετέχοντες στον τελικό, η παρακίνηση να …πάρουν το όπλο στο χέρι, είτε αυτό είναι το πληκτρολόγιο, είτε η κάμερα, και να «κατεβούν στο κοινό» μιλώντας για τη δουλειά τους (έρχονται κι εκλογές…)

Η επιστήμη είναι τρόπος ζωής και τρόπος σκέψης, λοιπόν. Για να πω την αλήθεια, παρακολουθώντας τα δύο πρώτα επεισόδια του νέου κύκλου του Cosmos, μάλλον απογοητεύτηκα. Είχα μεγάλες προσδοκίες για το περιεχόμενο της σειράς, τόσο λόγω του προϋπολογισμού, όσο και λόγω του παραγωγού και του παρουσιαστή. Δε θεωρώ ότι έμαθα τίποτα από τα δύο αυτά πρώτα επεισόδια – από την άλλη, καταλαβαίνω ότι δεν ήταν και αυτός ο σκοπός. Φαίνεται πως περισσότερο ο σκοπός ήταν να μιλήσουμε για πράγματα που ήδη ξέρει ο περισσότερος κόσμος, αλλά με σαφήνεια και πληρότητα, και με τόσο εντυπωσιακό τρόπο ώστε ο τηλεθεατής να ψήνει ποπ κορν και να στήνεται μπροστά από την τηλεόραση με την ίδια προσμονή με αυτή που νιώθει πριν το Game of Thrones. Οι παλιοί έλεγαν ότι η ημιμάθεια είναι χειρότερη από την αμάθεια, και η λανθασμένη γνώση είναι πάντοτε νερό στο μύλο όσων θέλουν να διατηρήσουν την ημιμάθεια σαν καθεστώς. Και ο Neil deGrasse Tyson είναι ο καλύτερος να μας μιλήσει γι’ αυτά: είναι ο …καλός μαθητής που όλοι είχαμε στο σχολείο, με τον οποίο δεν είχαμε και πολλά πολλά, αλλά που τελικά έγινε κάτι σαν rock star, με εκατομμύρια θεατών να κρέμονται από τα χείλη του (8.5 εκατομμύρια στο πρώτο επεισόδιο, μόνο στις Η.Π.Α.!). Και, όταν τον ακούς να διηγείται την ιστορία του πώς γνώρισε τον Sagan, πώς αυτός του μετέδωσε τη βάσανο της επιστημονικής σκέψης, πώς τον πήγε στη στάση του λεωφορείου σαν στοργικός πατέρας, δε μπορείς παρά να φανταστείς το μικρό μαυράκι από το Bronx που ονειρεύεται μια μέρα να ξεφύγει από τη μίζερη, …μνημονιακή καθημερινότητα και να πετάξει στα αστέρια, με εισαγωγικά ή χωρίς. Και είπαμε, ο τρόπος ζωής που λέγεται επιστήμη είναι ο μόνος δρόμος που μπορεί να εξασφαλίσει μια τέτοια πτήση – σε όλους μας.