Το διαζύγιο μπορεί να συνδέεται με υψηλότερο κίνδυνο υπερβολικού βάρους ή παχυσαρκίας για τα εμπλεκόμενα παιδιά



Πηγή

British Medical Journal


Νέα έρευνα δείχνει ότι το διαζύγιο μπορεί να συνδέεται με υψηλότερο κίνδυνο υπερβολικού βάρους ή παχυσαρκίας μεταξύ των παιδιών που εμπλέκονται, ενώ τα αγόρια μπορεί να είναι ιδιαίτερα επιρρεπή στην υπερβολική αύξηση του σωματικού βάρους.

Οι ερευνητές βασίζουν τα συμπεράσματά τους σε ένα εθνικά αντιπροσωπευτικό δείγμα περισσότερων από 3.000 μαθητών που φοιτούν σε 127 σχολεία σε όλη τη Νορβηγία. Όλα τα παιδιά ήταν μέρος της εθνικής μελέτης 2010 της Νορβηγίας για την παιδική ανάπτυξη.

Σχολικές νοσοκόμες μέτρησαν το ύψος, το βάρος και την περιφέρεια της μέσης παιδιών, των οποίων η μέση ηλικία ήταν 8 έτη, για να υπολογίσουν το γενικό υπερβολικό βάρος, όπως ορίζεται από τη Διεθνή Ομάδα Εργασίας για την Παχυσαρκία (IOTF), και την (κοιλιακή) παχυσαρκία, όπως ορίζεται από το λόγο μέσης προς ύψος με τιμές 0,5 ή μεγαλύτερες.

Τα αποτελέσματα κατηγοριοποιήθηκαν ανάλογα με το φύλο και την οικογενειακή κατάσταση των γονέων – αν δηλαδή ήταν παντρεμένοι, δεν παντρεύτηκαν ποτέ (κατηγορία η οποία περιελάμβανε όσους συζούν, ελεύθερους και χωρισμένους) και τέλος αν ήταν διαζευγμένοι - λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες επιρροής, όπως το μορφωτικό επίπεδο της μητέρας, η εθνική καταγωγή και η περιοχή διαμονής.

Περίπου ένα στα πέντε παιδιά (19 %) ήταν υπέρβαρα ή παχύσαρκα, σύμφωνα με τον ορισμό της Διεθνούς Ομάδας Εργασίας για την Παχυσαρκία, ενώ μόλις κάτω από ένα στα 10 (8,9 %) ήταν (κοιλιακά) παχύσαρκα.

Συνολικά, σημαντικά περισσότερα από τα 1.537 κορίτσια ήταν υπέρβαρα ή παχύσαρκα από ό,τι τα 1.629 αγόρια, αλλά δεν υπήρχαν διαφορές στην επικράτηση της (κοιλιακής) παχυσαρκίας.

Τα περισσότερα από τα παιδιά, των οποίων οι γονείς είχαν χαρακτηριστεί ως διαζευγμένοι, ήταν υπέρβαρα ή παχύσαρκα σε σχέση με εκείνα των οποίων οι γονείς παρέμεναν παντρεμένοι.

Επίσης, ήταν 54 % περισσότερο πιθανό να είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα και 89 % περισσότερο πιθανό να είναι (κοιλιακά) παχύσαρκα. Τα παιδιά των οποίων οι γονείς δεν είχαν παντρευτεί ποτέ, είχαν μια παρόμοια επικράτηση υπερβολικού βάρους και παχυσαρκίας σε σχέση με εκείνα με παντρεμένους γονείς.

Τα ευρήματα επαληθεύτηκαν, ακόμη και αφότου λήφθηκαν υπόψη άλλοι πιθανοί επεξηγηματικοί παραγόντες.

Ωστόσο, οι διαφορές αυτές ήταν γενικά μεγαλύτερες για αγόρια των οποίων οι γονείς ήταν διαζευγμένοι. Ήταν  63 % περισσότερο πιθανό να είναι γενικά υπέρβαρα ή παχύσαρκα από ό,τι τα αγόρια των οποίων οι γονείς ήταν παντρεμένοι. Και ήταν 104 % περισσότερο πιθανό να είναι κοιλιακά παχύσαρκα.

Οι απόλυτες διαφορές ήταν 9,9 και 7,4 ποσοστιαίες μονάδες, αντίστοιχα.

Το ίδιο μοτίβο παρατηρήθηκε και μεταξύ των κοριτσιών, αλλά οι συσχετίσεις ήταν λιγότερο έντονες και, σε αντίθεση με τα αγόρια, δεν ήταν στατιστικά σημαντικές.

Οι ερευνητές προειδοποιούν ότι ο σχεδιασμός της μελέτης τους δεν παρέχει τη βάση για τον καθορισμό αιτίου και αποτελέσματος. Επιπλέον, δεν κατάφεραν να μάθουν πόσο καιρό οι γονείς είχαν πάρει διαζύγιο, ούτε να συμπεριλάβουν παράγοντες του τρόπου ζωής, όπως η κανονική διατροφή των παιδιών και η σωματική τους άσκηση. Όμως, λένε ότι οι συσχετίσεις που βρήκαν, συνάδουν με ευρήματα από άλλες μελέτες.

Πιθανές εξηγήσεις για τη σύνδεση θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν λιγότερο χρόνο για οικιακές εργασίες, όπως το μαγείρεμα, μια υπερβολική εξάρτηση από ανθυγιεινά "εύκολα" φαγητά και έτοιμα γεύματα και χαμηλότερο εισόδημα του νοικοκυριού.

Η συναισθηματική επίδραση ενός διαζυγίου και το επακόλουθο στρες που προκαλείται από τη διάρρηξη στη σχέση γονέα-παιδιού, η συνεχιζόμενη σύγκρουση μεταξύ των πρώην συζύγων, η μετακόμιση σε άλλο σπίτι και η ανάγκη δημιουργίας νέων κοινωνικών δικτύων, θα μπορούσαν επίσης να ερμηνεύσουν τα ευρήματα, σύμφωνα με τους ερευνητές, οι οποίοι και προσθέτουν πως τα αγόρια θα μπορούσε απλώς να είναι πιο ευάλωτα.