Διαίρει και βασίλευε



Λίγο πριν τα Χριστούγεννα, όταν ο αχός των φοιτητικών - νεανικών κινητοποιήσεων (και όσων τις συνόδευσαν) είχε αρχίσει να κοπάζει, έλαβα ένα email με τίτλο manifesto. Το μήνυμα αυτό μου κέντρισε το ενδιαφέρον γιατί είχε σταλεί σε μια ηλεκτρονική διεύθυνση που δε χρησιμοποιώ εδώ και χρόνια, και μανιφέστο - spam πρώτη φορά έβλεπα ο αδαής, οπότε το διάβασα με περιέργεια. Το πλήρες κείμενο είναι πάντως εδώ. Παραθέτω μερικά τσιτάτα του μηνύματος, απλά για να δείξω το ύφος του, χωρίς - ελπίζω - να αλλοιώνω το περιεχόμενό του, το οποίο ήταν αρκετά προφανές, αναμενόμενο και καθόλου ευφάνταστο:

«Την τελευταία εβδομάδα η μαθητιώσα νεολαία βρίσκεται στους δρόμους. Την τελευταία εβδομάδα για τα κακώς κείμενα της κοινωνίας μας ξελασπώνουν τα παιδιά μας. Τώρα έρχεται η δική μας ώρα. Από εδώ και πέρα αρχίζει αυτή η ανένδοτη αλληλουχία γεγονότων, που βάζει εμάς να γράφουμε ιστορία. Από εδώ και πέρα αρχίζουμε όλοι να παίρνουμε τα πράγματα στα χέρια μας με σκοπό να αλλάξουμε τις ζωές μας.»

Καλά μέχρι εδώ. Ειδικά το τελευταίο κομμάτι μού θύμισε τη Βάσω Γκ., μια μαθήτρια της μητέρας μου στις αρχές της δεκαετίας του '80 που μιλούσε για τη δύναμή μας «να αλλάξουμε τον κόσμο»... Το θέμα όμως μετά «χοντραίνει»:

«Όσοι συμμετέχουμε σε σωματεία εργαζομένων σπάμε επειγόντως ό,τι έχει μπλοκάρει τη δράση τους ως τώρα. Περνάμε ψηφίσματα, καλούμε τους εργαζομένους για συμμετοχή στις πορείες και στις συνελεύσεις μας, ενισχύουμε τις δημοκρατικές διαδικασίες, συντονιζόμαστε με άλλα σωματεία, καλούμε σε απεργία. Ξεπερνάμε χωρίς πολλά πολλά τις συνδικαλιστικές ηγεσίες, πρωτοβάθμιες ή δευτεροβάθμιες, αν είναι διεφθαρμένες και εμποδίζουν σε όλα αυτά.»

για να καταλήξει:

«Προς τους "καπιτάλες" : Μμμ, κάτι μου λέει ότι τελικά εσείς παίρνετε όλες τις αποφάσεις άρα εσείς είστε και το πρόβλημα. Φροντίστε να συνηθίσετε αυτούς τους καιρούς που ζούμε σε μία άλλη ποιότητα δημοκρατίας. Κάτι τρίζει? Μην φοβάστε, μάλλον είναι το έδαφος κάτω από τα πόδια σας.»

Έχει πλάκα αυτό το παιχνιδάκι, που οι παλιοί το έλεγαν «διαίρει και βασίλευε», και που ένα αόρατο χέρι μας βάζει να το παίζουμε από τη στιγμή κιόλας που γεννιόμαστε. Στην αρχή, χωρίζουμε τα μικρά παιδιά σε ήσυχα και ...φαγανά και σε ...αγρίμια. Λίγο αργότερα, στο σχολείο, χωριζόμαστε σε αγοράκια και κοριτσάκια, σε έναν ανούσιο πόλεμο για μια αόρατη πρωτιά - κάπου εδώ εμφανίζονται και τα πρώτα ...χρώματα της διαίρεσης: πράσινοι, ερυθρόλευκοι, κιτρινόμαυροι, μελανόλευκοι, και άλλοι πολλοί συνδυασμοί. Στο γυμνάσιο και το λύκειο, τα χρώματα παίρνουν πολιτική χροιά, την οποία κουβαλάμε στις σπουδές μας, αλλά και το χώρο εργασίας. Κι όταν τελειώσουν όλα αυτά, αγωνιζόμαστε να βρούμε κάτι καινούριο με το οποίο να ξεχωρίσουμε από τον απέναντι, άσχετα αν με τον απέναντι μοιραζόμαστε τις ίδιες ανησυχίες, τους ίδιους προβληματισμούς και τις ίδιες δυσκολίες.

Το Δεκέμβρη λοιπόν διασκέδασα ιδιαίτερα με το διαχωρισμό ανάμεσα σε «αγωνιστές» και «νοικοκυραίους». Προσωπικά, θα έβαζα το εαυτό μου και στις δυο αυτές κατηγορίες, χωρίς πάντως να με πειράζει ή να με προσβάλλει η έννοια του «νοικοκύρη» (να πω τη μαύρη αλήθεια, κι εγώ και τα κοντινά μου πρόσωπα, δεν περιμέναμε ποτέ να γίνω «νοικοκύρης», αλλά αφού το υπονοεί έστω και υποτιμητικά η συντάκτρια, ή μάλλον η «αναμεταδότρια» του κειμένου, πάω πάσο) Ποιος είναι αυτός όμως που θα οικειοποιηθεί το ρόλο του αγωνιστή και μάλιστα θα τοποθετήσει το γείτονα, το συνάδελφο, το συμφοιτητή στην «απέναντι» πλευρά, μόνο και μόνο επειδή δεν ακολουθεί τις πορείες και τις αντεγκλήσεις με την αστυνομία; Άραγε αυτή είναι η συνεισφορά της αριστεράς σήμερα; Να χωρίζει το λαό (επίδοξους ψηφοφόρους, μην ξεχνάμε!) σε αμνούς και ερίφια, επιλέγοντας αυτή ποιος ανήκει πού; Να μιλάει απαξιωτικά για καλλιτέχνες, ανθρώπους του πνεύματος και μικροκαταστηματάρχες (αυτοί δεν ήταν οι «καπιτάλες» του κειμένου που είδαν να τρίζει «το έδαφος κάτω από τα πόδια» τους και πρέπει να συνηθίσουν «αυτούς τους καιρούς που ζούμε σε μία άλλη ποιότητα δημοκρατίας»;) Να αρνείται επειδικτικά να συζητήσει στη δημόσια τηλεόραση με κάποιον πολίτη, επειδή απλά αυτός δήλωσε ότι είναι εθνικιστής ή να επικαλείται τους «θεούς του καθαρού νου» να δώσουν ψυχραιμία και αυτοσυγκέντρωση (μάλλον εννοούσε αυτοσυγκράτηση...) στην αναμέτρηση «με τον ταύρο του ανούσιου πολιτικού καυγαδάκου»; Προσωπικά, μεγάλωσα στις δεκαετίες του '80 και του '90, όταν ο Χαρίλαος και ο Λεωνίδας ήταν επικεφαλείς της αριστεράς - άνθρωποι που βασανίστηκαν στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους για τις ιδέες και τις πράξεις τους και που, ανεξάρτητα από το αν κανείς συμφωνούσε ή διαφωνούσε με αυτά που έλεγαν, είχαν κερδίσει το σεβασμό τόσο των πολιτικών τους αντιπάλων, όσο και του λαού. Μπορεί να πει κανείς το ίδιο για όσους, συχνά αυτόκλητα, σπεύδουν να εκπροσωπήσουν την Αριστερά, οικειοποιούμενοι κάθε κοινωνικό αγώνα και αποστρέφοντας επιδεικτικά το βλέμμα από τους «προσκυνημένους αστούς»;

Παιδιά να οργανωθούμε

Οι δεκαετίες που γεννήθηκα και μεγάλωσα σημαδεύτηκαν από μεγάλες προσωπικότητες της μεταπολεμικής Ελλάδας, ηγέτες που μάζευαν στο Σύνταγμα εκατοντάδες χιλιάδες Ελλήνων στις προεκλογικές συγκεντρώσεις τους και στο όνομα των οποίων έπινε νερό η μισή Ελλάδα (η άλλη μισή το ...έφτυνε). Οι ηγέτες αυτοί είχαν και τη λαϊκή εντολή και τη λαϊκή ανοχή να πάρουν στο σπαθί στο χέρι και, σαν άλλοι Αλέξανδροι, να κόψουν τους γόρδιους δεσμούς που κρατούν δέσμιο το Ελληνικό κράτος και την κοινωνία. Αντί αυτού, ο ένας προτίμησε να βολευτεί στην ηρεμία και την ασφάλεια της Προεδρίας της Δημοκρατίας όταν βρέθηκε προ του φάσματος της εκλογικής ήττας, ο άλλος ανέθεσε στο γιο ενός αγωγιάτη να βγάλει το φίδι από τη δημοσιονομική και αναπτυξιακή τρύπα και ο τρίτος αναλώθηκε σε ένα κυνήγι μαγισσών και πολιτικών αντιπάλων, το οποίο βάφτισε «κάθαρση», χωρίς βέβαια ποτέ να καθαρίσει και την κόπρο στο δικό του πολιτικό σπίτι. Έτσι λοιπόν, οι πολιτικοί αυτοί αστέρες πρόλαβαν μέσα σε αυτό το διάστημα να ανατείλλουν και να φωτίσουν την Ελλάδα, αλλά και μετά να καταστραφούν μέσα στις φλόγες, συμπαρασύροντας εν πολλοίς τον τόπο, τόσο οικονομικά, όσο και κοινωνικά.

Έχω λοιπόν κάθε δίκιο να προτιμώ μορφές κοινωνικής και εργασιακής αυτο-οργάνωσης - εκεί όπου κάθε κύτταρο του οργανισμού, είτε λέγεται εταιρία, είτε σχολή, είτε ο,τιδήποτε άλλο, συμμετέχει στο βαθμό που επιλέγει, στα καθήκοντα που επιλέγει και παίρνει και το ανάλογο αντάλλαγμα. Αν κάποιος θέλει να ξεχωρίσει, η απάντηση δεν είναι να αυτο-χαρακτηριστεί «πρόεδρος», «διευθυντής» ή «αγωνιστής» - μπορεί να το κάνει μέσα από την προσφορά του και μέσα από τη δημιουργία του. Στο κάτω κάτω, αν ο «πρόεδρος» δεν πηγαίνει πρώτος στη δουλειά και φεύγει τελευταίος, το μόνο που κάνει είναι να καρπώνεται την υπεραξία από τη δουλειά των άλλων. Μια τέτοια μορφή αυτο-οργανωνώμενης κοινωνίας είναι και οι όμιλοι επιχειρηματολογίας και αντιλογίας (debate) που λειτουργούν σε πολυάριθμα σχολεία και πανεπιστήμια σε όλη την Ελλάδα. Είχα την τύχη να επισκεφθώ τον όμιλο που συγκεντρώνεται κάθε Τετάρτη απόγευμα στην ΑΣΟΕΕ - και γράφω ότι «είχα την τύχη», γιατί εκεί είδα παιδιά γύρω στα 20 τους χρόνια να μιλούν και να επιχειρηματολογούν με κανόνες και σεβασμό που θα περίμενε κανείς από έμπειρους και δουλεμένους ρήτορες. Και επειδή το αντικείμενο αυτών των ομίλων δεν είναι να βρεθεί απάντηση σε κάποιο ερώτημα (άλλωστε, ποιο ζήτημα της καθημερινότητας είναι ξεκάθαρα «άσπρο» ή «μαύρο»;), αλλά να εκπαιδευτούν οι ομιλητές στο να υποστηρίζουν μια άποψη με την οποία δε συμφωνούν απαραίτητα, θεωρώ ότι ίσως πρόκειται για τη μεγαλύτερη και δυσκολότερη άσκηση δημοκρατίας, αφού αναγκάζεται κανείς να εντοπίσει τα θετικά στοιχεία ακόμα και σε μια άποψη την οποία λίγο πριν δεν ήθελε καν να ακούσει. Πάνω που πίστευα ότι η Δημοκρατία θάφτηκε στην πόλη που γεννήθηκε, άκουσα κάποιους αδύναμους, αλλά σταθερούς χτύπους στην ΑΣΟΕΕ.

Γι'αυτό μάλλον και βγάζω αλλεργικό εξάνθημα με τα τσιτάτα τύπου «εσείς οι κακοί» και «εμείς οι άριστοι». Στα σχεδόν είκοσι (OMG!) χρόνια που σπουδάζω κι εργάζομαι στο Πολυτεχνείο, η μόνη φορά που είδα πολιτικό πρόσωπο ήταν όταν ήρθε να μιλήσει σε ακροατήριο που απαρτιζόταν από τα μέλη της φοιτητικής παράταξης που υποστηρίζει - η βόλτα στις αίθουσες, τα αμφιθέατρα και τα εργαστήρια δεν ήταν στο πρόγραμμα. Πώς λοιπόν θα διατυπώσει κάποιος θέση για τη δουλειά μου, όταν δεν έχει ιδέα κάτω από ποιες συνθήκες αγωνίζομαι για να πετύχω; Στο κάτω κάτω, αν κάποιος είναι αγωνιστής, η άναρθρη κραυγή «όχι σε όλα» και το πέταγμα της πέτρας στην ανυπεράσπιστη βιτρίνα δεν αποτελεί ούτε λύση, αλλά σίγουρα ούτε και θέση - και βέβαια, αν δε διατυπώσεις θέσεις, δεν εκτίθεσαι και δεν κινδυνεύεις να κριθείς. Υπάρχουν καθημερινοί αγώνες που δίνονται και που πρέπει να κερδιθούν από το συνάφι μας και από ολόκληρη την κοινωνία, αγώνες όχι απαραίτητα στο δρόμο, αλλά στην αίθουσα διδασκαλίας, στο αμφιθέατρο, στο εργαστήριο. Αγώνες που δίνονται όχι με την πέτρα στο χέρι, αλλά με την επιμονή, το ξενύχτι, το διάβασμα, την προσπάθεια να ξεπεράσεις το κακό όνομα και το χειρότερο κάρμα που δίνει στον τόπο η πέτρα στο τζάμι. Εδώ είναι «η Ελλάδα που αντιστέκεται, η Ελλάδα που επιμένει». Σου απλώνουμε το χέρι - θα έρθεις;

Υ.Γ. Φαίνεται πως η αλαζονεία κάποιων ανθρώπων είναι έμφυτη και ανίατη - μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί η συμπεριφορά της τέως υπουργού Θρησκευμάτων (γιατί Εθνικής Παιδείας δεν ήταν ποτέ) καθώς περιδιαβαίνει στους τηλεοπτικούς σταθμούς και απαντά επιλεκτικά σε ερωτήσεις, με τη σιγουριά της εκλογής που της δίνει η θέση της στο ευρωψηφοδέλτιο. Γιατί την τελευταία φορά που εξετέθη στην ελεύθερη ψήφο, την κυρία την έστειλαν σπίτι της, όχι όσοι συμμετείχαν στις φοιτητικές κινητοποιήσεις, αλλά οι ψηφοφόροι της ίδιας της της παράταξης. Ας είναι...