Ο θάνατος του Λύκου



Σήμερα κλείνουν τρεις μήνες από το θάνατο ενός φίλου μου. Δεν ξέρω γιατί τα στρογγυλά χρονικά διαστήματα έχουν ιδιαίτερη σημασία. Τι διαφορά έχει το χθες από το σήμερα; Χθες είχαν περάσει δύο μήνες και τριάντα μέρες, τι διαφορά κάνει μια μέρα; Ίσως είμαστε εξαρτημένοι από τους κύκλους, γιατί έτσι δε νιώθουμε ότι χανόμαστε σε μια μονόδρομη ευθεία. Ίσως με τους κύκλους νιώθουμε ότι υπάρχει ένα κέντρο, που μπορεί να παραμένει και σταθερό, όσο ξέφρενα κι αν περιστρεφόμαστε γύρω του.

Δεν το θεωρώ, όμως σωστό, να τον αποκαλώ «φίλο» μου, εφόσον αυτός πλέον δεν μπορεί ούτε να το εγκρίνει ούτε να το διαψεύσει, αλλά δεν μπορώ και να τον πω απλά «γνωστό». Γι’ αυτό τον αναφέρω με τον τρόπο που τον φώναζαν όσοι τον ήξεραν, με το επίθετό του: Λύκος.

Ο Λύκος, λοιπόν, ήταν είκοσι ενός χρονών. Δε χρειάζεται να του πλέξω το εγκώμιο για να συμφωνήσετε ότι είναι κρίμα που η Άτροπος έκοψε τόσο νωρίς το νήμα της ζωής του. Πόσο μάλλον το ότι η δική του αδιαφορία για τη ζωή του τύλιξε τα χέρια της και τα βοήθησε να κλείσουν το ψαλίδι.

Κάποιοι θεωρούν ότι ο Λύκος ήταν ανεύθυνος. Η δική μου άποψη, το ίδιο υποκειμενική βέβαια, είναι ότι ήταν ένας έξυπνος, νέος άνθρωπος που είχε απογοητευτεί από τους περιορισμούς που του επιβάλλονταν. Ήταν γεμάτος ενέργεια και δεν τον χωρούσε ο τόπος. Δεν του αρκούσε το πεδίο δράσης που του προσφέρονταν και αυτό τον οδηγούσε σε παράτολμες επιλογές. Αυτό και η αδυναμία μας σε αυτές τις ηλικίες (και όχι μόνο) να αντιληφθούμε την ευθραυστότητα της ύπαρξής μας.

Ο Λύκος σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Δεν ξέρω λεπτομέρειες, πώς να ρωτούσα άλλωστε την οικογένειά του, ούτε να τους κοιτάξω στα μάτια δεν τολμούσα. Αυτά που ξέρω είναι ότι οδηγούσε αυτός, μαζί του ήταν ένα αγόρι και δυο κοπέλες, ήταν μεθυσμένοι και έτρεχαν. Και έζησε μόνο η μια κοπέλα.

Δεν πίνω, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν έχω μάθει να οδηγώ, δε με θεωρώ δειλή, ούτε και συναρπαστικό άτομο. Κατά την άποψή μου, απλά υπάρχει μια ουσιώδης (αν και ομολογουμένως ασαφής) διαφορά ανάμεσα στο απολαμβάνω τη ζωή μου με το να μην φοβάμαι και στο αντλώ ευχαρίστηση από αυτή καθεαυτή την αψήφηση της λογικής της επιβίωσης. Γιατί κάποιοι άνθρωποι νιώθουν ζωντανοί όταν παίζουν οι ίδιοι τη ζωή τους στα ζάρια; Γιατί δεν τους φτάνει η εδραιωμένη αβεβαιότητα της ζωής και η εδραιωμένη βεβαιότητα του θανάτου;

Με ανησυχεί αυτή η σκέψη, χωρίς να μπορώ να τοποθετήσω ακριβώς γιατί. Σε εκατό χρόνια η γενιά μου θα έχει χαθεί. Αυτή τη στιγμή πολλοί άνθρωποι και μάλιστα πολύ νεότεροι πεθαίνουν για ακόμα πιο ασύλληπτους (για το δικό μας τρόπο ζωής) λόγους. Αν, όμως, μπω στον πειρασμό να πω «κάθε μέρα πεθαίνουν άνθρωποι» και «έτσι κι αλλιώς όλοι πεθαίνουμε κάποια στιγμή» νιώθω ότι θα έχω χάσει κάτι πολύτιμο. Θέλω να πιστεύω, ίσως απλά το έχω ανάγκη, ότι η ζωή αξίζει καλύτερη λεκτική και πρακτική μεταχείριση από αυτήν την αδιαφορία. Η ζωή αξίζει σεβασμό.

Ίσως αυτό που με τρομάζει είναι ότι όταν δε μας σέβονται οι άλλοι, όταν υπάρχουν δυνάστες και κατακτητές που καταπατούν το δικαίωμά μας στη ζωή, τότε γνωρίζουμε ποιος είναι ο εχθρός. Και τότε υπάρχει η ελπίδα της επανάστασης. Πώς θα επαναστατήσουμε, όμως, στο δυνάστη που κρύβουμε μέσα μας;