Τις προάλλες ο πατέρας μου έπεσε – φυσιολογικά αυτό δε θα αποτελούσε ιδιαίτερο πρόβλημα, αλλά ξέρετε τι λένε για τους ηλικιωμένους ανθρώπους και για το …πέσιμο. Αυτό λοιπόν με έβαλε σε μια διαδικασία να σκεφτώ πώς είναι η καθημερινότητα για τους ανθρώπους που έχουν κάποια δυσκολία στην κίνηση ή κάποιου άλλου είδους αναπηρία. Την ίδια μέρα πέρασα, οδηγώντας προς τη δουλειά, από την Εθνικής Αντιστάσεως στην Καισαριανή. Το βλέμμα μου έπεσε στο ΑΤΜ (alien time machine, όπως λένε και στο HIMYM :-) ) της Εθνικής Τράπεζας, ένα μηχάνημα στο υποκατάστημα που συνήθως απευθύνομαι για τις πληρωμές που πρέπει να κάνω. Ε λοιπόν, ένας άνθρωπος με κινητικά προβλήματα θα δυσκολευτεί πάρα, μα πάρα πολύ να φτάσει στο ΑΤΜ, ενώ ένας άνθρωπος που κινείται σε καροτσάκι δεν έχει καμιά τύχη. Ακόμα όμως κι αν φτάσει μπροστά στο μηχάνημα, ο προσανατολισμός του είναι τέτοιος που τις πρωινές ώρες είναι αδύνατο για κάποιον να διαβάσει τα μηνύματα που εμφανίζονται στην οθόνη κι έτσι η μόνη ελπίδα είναι να ακολουθήσει τα βήματα που απαιτούνται από μνήμης. Έτσι κι αλλιώς, το κείμενο που εμφανίζεται συνήθως στις οθόνες των ΑΤΜ είναι εξαιρετικά δυσανάγνωστο, λόγω μικρού μεγέθους, για κάποιον ηλικιωμένο, ενώ βέβαια για υποστήριξη των κωφών ατόμων μέσω Ελληνικής Νοηματικής Γλώσσας δε γίνεται καν λόγος (τι πάει να πει, «οι κωφοί μπορούν να διαβάσουν»; Η μητρική γλώσσα τους, σύμφωνα με το νόμο 2817/2000 δεν είναι τα γραπτά Ελληνικά, αλλά η ΕΝΓ!)
ΟΚ, είναι λοιπόν πρακτικά αδύνατο για κάποιο άτομο με αναπηρία να χρησιμοποιήσει το ΑΤΜ. Στο κάτω κάτω, η λειτουργικότητα στα περισσότερα ΑΤΜ είναι κωδικοποιημένη με μορφή εντολών: ανάληψη→PIN→αριθμός λογαριασμού→ποσό→γεια σας. Προφανώς οι περισσότεροι άνθρωποι δε μιλούν έτσι στην καθημερινότητά τους, ούτε θα ζητούσαν ένα μπουκάλι γάλα από την ΕΒΓΑ της γειτονιάς με αυτόν τον τρόπο. Αντί λοιπόν να βάλουμε τους υπολογιστές – ΑΤΜ να προσαρμοστούν στο πώς αλληλεπιδρούμε με τους άλλους ανθρώπους, βάζουμε τους εαυτούς μας στην αντίστροφη διαδικασία – αλλά αυτά θα τα πούμε μια άλλη φορά…
Στις περισσότερες περιπτώσεις λοιπόν, ένας ηλικιωμένος πελάτης τράπεζας ή ένα άτομο με αναπηρία θα πρέπει να μπουν στο υποκατάστημα και να μιλήσουν με κάποιον από τους εργαζόμενους. Έχετε προσπαθήσει να μπείτε σε τράπεζα από τότε που εγκαταστάθηκαν οι πόρτες ασφαλείας; Με καροτσάκι, είτε αναπηρικό, είτε βρεφικό, καμιά τύχη, καθώς δεν υπάρχει περίπτωση να χωρέσει μέσα από τις στενές πόρτες, ενώ συχνά τα πλήκτρα που πρέπει να πατήσει κανείς για να μπει στον ασφαλισμένο χώρο είναι προσβάσιμα μόνο από κάποιον όρθιο. Ακόμα και χωρίς αυτό όμως, τα βήματα που πρέπει να ακολουθήσει κανείς για να μπει μέσα διαφέρουν από τράπεζα σε τράπεζα: στη μια αρκεί να κλείσει η πίσω πόρτα για να ανοίξει η επόμενη, σε άλλη πρέπει να πατήσει κανείς το κουμπί εισόδου, σε άλλη πρέπει προηγουμένως να κοιτάξει στην ειδική κάμερα η οποία, σύμφωνα με την ενημερωτική πινακίδα, δεν κάνει ταυτοποίηση των στοιχείων, παρά μόνο επιβεβαιώνει ότι ο πελάτης δε φορά κράνος, ενώ σε μια άλλη πρέπει πρώτα να βγάλει τα μεταλλικά αντικείμενα και να τα κλειδώσει σε ντουλαπάκι. Οι πληροφορίες ότι σε μια επόμενη φάση θα πρέπει να χοροπηδάμε στο ένα πόδι κρατώντας τη μύτη μας, ελέγχονται ως αναληθείς. Και για να ρίξουμε περισσότερο αλάτι στην πληγή, μερικές πόρτες ασφαλείας συνοδεύονται από επιτακτικά φωνητικά μηνύματα του στυλ «η πόρτα μπροστά σας είναι ανοιχτή», υπονοώντας βέβαια «άντε Χριστιανέ μου, προχώρα να μπουν και οι άλλοι μην τους χάσουμε»…
Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Υποθέτω ότι τα άτομα με αναπηρία δεν είναι η κεντρική ομάδα-στόχος των τραπεζών, με την έννοια της οικονομικής δραστηριότητας. Επειδή όμως οι τράπεζες αρέσκονται στο να δείχνουν την εταιρική τους υπευθυνότητα, θα ήταν γι’αυτές πολύ εύκολο να φροντίσουν μια δυο λεπτομέρειες που σχετίζονται με τη φυσική προσβασιμότητα των χώρων τους, έστω μέσω μιας πόρτας που θα άνοιγε χειροκίνητα μέσα από το υποκατάσταμα. Λύση εύκολη, που θα τις έκανε και εξαιρετικά δημοφιλείς. Όπως δημοφιλείς ήταν και οι διατάξεις που ίσχυαν μέχρι πρότινος για την εισαγωγή των παιδιών με αναπηρία στην τριτοβαθμια εκπαίδευση. Για το πώς αυτά τα παιδιά φτάνουν να τελειώσουν το σχολείο θα τα πω κάποια άλλη φορά – για τα ειδικά σχολεία, που έγιναν τάξεις ένταξης, που έγιναν ειδικές τάξεις, με προγράμματα σπουδών ίδια με αυτά των συνηθισμένων σχολείων και με δασκάλους με ελάχιστη, αν όχι καμία, ειδίκευση σε συγκεκριμένη ή έστω σε κάποια αναπηρία. Μέχρι πριν μερικά χρόνια λοιπόν, η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση γινόταν αποκλειστικά με βάση το βαθμό του ειδικού σχολείου – στο οποίο όμως τα παιδιά διδάσκονταν ένα μόνο μικρό υποσύνολο της διδακτέας ύλης, η οποία θεωρείται προαπαιτούμενη στο πρώτο έτος των περισσότερων σχολών.
Ο φίλος μου ο Γιώργος λοιπόν, κωφός από τους πρώτους μήνες της ζωής του, βρέθηκε στο Πολυτεχνείο με σοβαρά κενά σε μαθήματα που απαιτούσαν καλή γνώση στα μαθηματικά. Με τον ένα τρόπο ή με τον άλλο, οι άνθρωποι του περιβάλλοντός του τον βοηθήσαμε να αρχίσει να καλύπτει αυτά τα κενά, τουλάχιστον όπου αυτό ήταν δυνατό από τις γνώσεις μας. Το ζήτημα είναι ότι όταν μιλάμε για μαθήματα ειδικότητας, ο Γιώργος έπρεπε να παρακολουθήσει το μάθημα στο αμφιθέατρα, απλά γιατί κανείς από εμάς δε μπορούσε να του μιλήσει, π.χ. για στατική. Εδώ θα πρέπει να πω ότι δεν έχω γνωρίσει πιο εργατικό και αφοσιωμένο άτομο από το Γιώργο – παρά την αναπηρία του, η οποία δυσκολεύει ιδιαίτερα την επικοινωνία και τη μετακίνηση, ο Γιώργος οδηγεί μηχανή, με την οποία έχει γυρίσει Ευρώπη και Αμερική, έχει συμμετάσχει σε Εθνικές ομάδες διαφόρων αθλημάτων και έχει καταπιαστεί με μια σειρά από τέχνες με όρεξη και επιτυχία. Αυτό όμως που τον δυσκόλεψε πιο πολύ ήταν η αδιαφορία που συνάντησε: όταν κάποιος καθηγητής αλλάζει την εξεταστέα ύλη ενός μαθήματος προφορικά, χωρίς καν να γράψει κάτι στον πίνακα και γνωρίζοντας ότι στο ακροατήριο υπάρχει ένας κωφός φοιτητής, τότε σίγουρα κάτι δεν πάει καλά. Και δε μιλάμε για τη νομοθετημένη υποχρέωση της Σχολής που δέχεται τους ανάπηρους φοιτητές να παρέχει φροντιστηριακή, αλλά και κάθε είδους βοήθεια (υπουργική απόφαση του 2006 για παροχή ειδικών διευκολύνσεων και νόμος του 2007 για σύσταση και λειτουργία υπηρεσίας υποστήριξης φοιτητών με αναπηρία) – όταν αναφέρθηκε σε καθηγητή της σχολής η σχετική νομολογία, η απάντηση ήταν «να έρθει να μου το πει ο υπουργός». Και η πρόφαση για αυτήν τη στάση ήταν ότι δε θα μπορούσε ο Γιώργος να πάρει πτυχίο με άλλες διαδικασίες από αυτές που ισχύουν για τα άλλα παιδιά (άσχετα αν κανείς δεν υπονόησε κάτι τέτοιο), γιατί θα «έκλεβε» τη δουλειά από άλλους συναδέλφους του, άσε που θα υπήρχε και η πιθανότητα να σχεδιάσει ένα κτίριο που θα ήταν επικίνδυνο – λες και ο Γιώργος, και ο οποιοσδήποτε ανάπηρος Γιώργος, με το που θα τελείωνε τη σχολή θα έριχνε 2-3 πολυκατοικίες, έτσι για …πρωινό. Ενώ όταν δούλευε σε εργασίες αποτύπωσης και μετρήσεων, με αποτελεσματικότητα και ευσυνειδησία εφάμιλλη και συχνά ανώτερη των ακουώντων συναδέλφων του, δε μας πείραζε τίποτα, γιατί ο Γιώργος δούλευε «μαύρος» κι έτσι δε λέρωνε την τιμή και την επιστημονική υπόληψη του κλάδου…
Όχι «ειδικές», σκέτο «ανάγκες»
Οι Έλληνες είμαστε ο λαός του ευφημισμού – διαλέγουμε μια όμορφη και εύηχη λέξη και τη χρησιμοποιούμε, χωρίς κανένα ουσιαστικό λόγο, είτε για να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο αναφερόμαστε σε κάτι, γιατί ο υπάρχων τρόπος μας φαίνεται υποτιμητικός ή ταυτισμένος με κάτι αρνητικό (π.χ. «αυτοκινητιστής», αντί για ταξιτζής) ή για να μπερδέψουμε τις εντυπώσεις για μια υπάρχουσα έννοια (ας πούμε, «εκπαιδευτικός λειτουργός» αντί για δάσκαλος) ή, πολύ χειρότερα, για να «σπρώξουμε τα σκουπίδια κάτω από το χαλάκι» (τελικά είναι ΧΥΤΑ, ΧΑΔΑ ή απλά χωματερή;) Κάποια στιγμή, πριν ενάμιση, δύο χρόνια, πετυχαίνω την πρωινή εκπομπή του Μαραθοκαμπίτη Γιώργη στο Alter. Ο Γιώργης φιλοξενούσε εκείνη τη μέρα ένα βουλευτή του ΠΑΣΟΚ, δε θυμάμαι το όνομά του και δεν έχει και πολλή σημασία, και μια πρώην βουλευτίνα της Νέας Δημοκρατίας, γνωστή για τη ρητορική της επιμονή και την παρρησία της (κοινώς ...γλωσσοκοπάνα). Ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, λοιπόν, σε μια αποστροφή του λόγου του, έκανε το λάθος να μιλήσει για τους «ανάπηρους συμπολίτες» μας. Ξαφνικά, σαν να τη χτύπησε κεραυνός, το μάτι της βουλευτίνας αστράφτει και το πρόσωπό της παίρνει την έκφραση «την πάτησες, τώρα θα σου δείξω εγώ», αυτήν ακριβώς που έχει μια στριμμένη καθηγήτρια όταν συλλάβει τον εκνευριστικό, καλύτερό της μαθητή να έχει κάνει ένα ορθογραφικό λάθος. Παίρνει λοιπόν βαθιά ανάσα, ανασκουμπώνεται και βάζει το βουλευτή του ΠΑΣΟΚ στη θέση του με μια ατάκα του στυλ «να φροντίσουμε τους συμπολίτες μας με ειδικές ανάγκες».
Ο Γιώργης, παλιά καραβάνα στα τηλεοπτικά, δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να αφήσει κάποιον να του βγει από αριστερά μέσα στην εκπομπή του, μέσα στο ίδιο του το σπιτικό. Κοιτάζει λοιπόν κι αυτός λοιπόν με το γνωστό λάγνο – μισοθυμωμένο βλέμμα την κάμερα και αναφωνεί: «οι συμπολίτες μας με ειδικές ικανότητες», σκορπίζοντας ρίγη συγκίνησης και υπερηφάνειας σε εκατοντάδες χιλιάδες γονιών παιδιών με αναπηρία, που ένιωσαν, το δίχως άλλο, μια μικρή δικαίωση μέσα στη γκρίζα καθημερινότητά τους. Θα μου πεις «τι σε πειράζει εσένα; Έτσι κι αλλιώς ο Γιώργης φημίζεται για τα τσιτάτα του και τις υπερβολές του και στο κάτω κάτω δεν έβλαψε και κανέναν με αυτήν την ατάκα». Δε θα διαφωνήσω, αν και δεν είναι απλά ένας δημοσιογράφος που λέει τη γνώμη του, αλλά ανήκει στη μικρή εκείνη ομάδα που εκφράζει, αλλά και επηρεάζει μεγάλο κομμάτι της κοινής γνώμης, αντανακλώντας την πεποίθηση που έχει μεγάλη μερίδα των ανθρώπων που παρακολουθούν την εκπομπή του με μεγαλύτερη ευλάβεια από αυτήν με την οποία παίρνουν κάθε μέρα τα φάρμακά τους.
Όταν όμως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μιλάει για «συνδικαλιστικό αυτισμό», τότε το πράγμα αρχίζει να χοντραίνει. Όταν ο κατά τεκμήριο ηγέτης του κράτους χρησιμοποιεί μια κατηγορία αναπήρων, που χαρακτηρίζονται από τη δυσκολία στην έκφραση των δικών τους συναισθημάτων και την κατανόηση των συναισθημάτων των γύρω τους, για να στιγματίσει ανάλγητες συμπεριφορές ανθρώπων που είτε κυνηγούν και ξεβρακώνουν τους συναδέλφους τους που δε συμμετέχουν σε μια απεργία, είτε κόβουν την Ελλάδα στα δύο κλείνοντας τους δρόμους, είτε αφήνουν τα αυτοκίνητα χωρίς βενζίνη, τα καταστήματα χωρίς εμπορεύματα και τους δρόμους γεμάτους σκουπίδια, τότε ενίσταμαι – ενίσταμαι, γιατί αυτό φαίνεται ότι εκφράζει την τάση της Ελληνικής πολιτείας να φτιάξει ένα σύγχρονο Καιάδα, ή μάλλον ένα σύγχρονο Κωσταλέξι, για να αγνοήσει τις ανάγκες των αναπήρων. Κι όταν ο Μητροπολίτης Πειραιά, ένα υψηλόβαθμο στέλεχος ενός οργανισμού που χώνει το ...εξαπτέρυγό του λίγο πιο βαθιά από όσο δικαιούται στον τρόπο με τον οποίο τα Ελληνόπουλα διδάσκονται τη θεωρία της εξέλιξης, μιλάει για τον Hawking με χαρακτηρισμούς τύπου «συμπλεγματικότητα και τραγικότητα των απόψεών του», «που έχει το ελαφρυντικό της συγχύσεως του νοός του, από την αφόρητο σωματική δυστυχία του», καταλήγοντας ότι «αρνείται τον εαυτόν του ίσως συνεπεία των μεγάλων προβλημάτων της υγείας του», τότε ποια εντύπωση δίνεται από την εκκλησία για τους ανάπηρους. Σίγουρα όχι αυτή της αλληλοβοήθειας και της φιλευσπλαχνίας, την οποία δίδαξαν οι Γραφές – θα μου πείτε, οι ακρότητες είναι συνηθισμένο όπλο όσων θέλουν να συσπειρώσουν το «ποίμνιό» τους γύρω από μια ιδέα ή μια δοξασία και στερούνται άλλων επιχειρημάτων ή πραγματικού πνευματικού έργου. Όπως και πριν όμως, η εκκλησία μαζεύει και επηρεάζει πάρα, μα πάρα πολύ κόσμο, οι οποίοι είναι στατιστικά αδύνατο να μην έχουν κάποιον ανάπηρο στο στενό οικογενειακό τους περιβάλλον, και μάλιστα να έχουν αφιερώσει κάποιο πανάκριβο τάμα πάνω σε μια εικόνα «υπέρ της υγείας του». Όταν λοιπόν η πολιτεία και η εκκλησία αντιμετωπίζουν τους ανάπηρους σαν σκουπίδια που πρέπει να κρύψουμε κάτω από το χαλάκι, όταν τους ταυτίζουν με το μίσος, την εκδικητικότητα και τα συμπλέγματα, τότε να τα βράσω και τα Emotion Pictures και τα πάντα. Γιατί για να διαπιστώσουμε το λάθος των τρόπων μας, αρκεί να κάνουμε απλά ένα βήμα πίσω και να δούμε με τα ίδια μας τα μάτια πως οι ανάπηροι δεν είναι άτομα με ειδικές ανάγκες – έχουν τις ίδιες ακριβώς ανάγκες με τους υπόλοιπους ανθρώπους, απλά πιο πιεστικές.