Τα δικαστήρια αντιμετωπίζουν προκλήσεις κατά τη σύνδεση της γενετικής με την εγκληματική συμπεριφορά



Πηγή

Neuron


Μελέτες δείχνουν ότι μερικοί άνθρωποι μπορεί να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εγκληματικής συμπεριφοράς εξαιτίας των γονιδίων τους. Τέτοιου είδους έρευνα μπορεί να βοηθήσει τους δικαστές και τους ενόρκους σε ορισμένες από τις δύσκολες αποφάσεις που πρέπει να πάρουν, ωστόσο εγκυμονεί παράλληλα ένα σημαντικό κίνδυνο παρερμηνείας και κακής χρήσης εντός του νομικού συστήματος. Η αντιμετώπιση αυτών των θεμάτων θα είναι κρίσιμης σημασίας για την υπεράσπιση των αρχών της δικαιοσύνης και της αμεροληψίας, σύμφωνα με μια έκθεση που δημοσιεύθηκε στις αρχές Ιουνίου στο περιοδικό Neuron.

"Τα γενετικά στοιχεία, εάν χρησιμοποιηθούν σωστά, θα μπορούσαν να βοηθήσουν τις αποφάσεις σχετικά με τις κατάλληλες ποινικές τιμωρίες, τις αιτίες τραυματισμού ή αναπηρίας, καθώς και άλλα ζητήματα ενώπιον των δικαστηρίων", δηλώνει ο δρ. Paul Appelbaum, ο οποίος διευθύνει το Κέντρο του Πανεπιστημίου Columbia για την έρευνα σχετικά με τις ηθικές, νομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της Ψυχιατρικής, Νευρολογικής & Συμπεριφορικής Γενετικής.

Γενετικά στοιχεία προσφέρονται σε ποινικές δίκες για να υποστηρίξουν ότι οι κατηγορούμενοι έχουν μειωμένη αντίληψη ή έλεγχο της συμπεριφοράς τους, τις περισσότερες φορές ως επιχειρήματα για τον μετριασμό των ποινών - ειδικά για τους κατηγορούμενους που αντιμετωπίζουν τη θανατική ποινή. Τα γενετικά στοιχεία μπορούν επίσης να διαδραματίσουν έναν ολοένα και σημαντικότερο ρόλο σε αστικές δίκες που αφορούν ζητήματα όπως η πρόκληση τραυματισμού. Για παράδειγμα, οι εργοδότες, οι οποίοι αμφισβητούν τις αξιώσεις για νοητική αναπηρία που σχετίζεται με την εργασία, μπορεί να θέλουν να υποβληθούν οι ενάγοντες σε γενετικό έλεγχο για να αποδείξουν ότι δεν ήταν υπεύθυνη για τη βλάβη τους κάποια υποκείμενη διαταραχή.

"Η πολυπλοκότητα των γενετικών πληροφοριών και η ελλιπής κατανόησή μας των ριζών της συμπεριφοράς αυξάνουν την πιθανότητα τα γενετικά στοιχεία να χρησιμοποιηθούν εσφαλμένα ή να παρεξηγηθούν. Ως εκ τούτου, απαιτείται προσοχή στην αξιολόγηση του βαθμού ως τον οποίο τα γενετικά στοιχεία μπορεί να έχουν κάτι να προσθέσουν στις νομικές διαδικασίες σε μια δεδομένη υπόθεση", αναφέρει ο δρ. Appelbaum.

Πηγαίνοντας ένα βήμα παρακάτω, πρέπει να αντιμετωπιστούν μια σειρά από ερωτήματα. Για παράδειγμα, ως ποιο βαθμό καθιστούν δυσκολότερη την κατανόηση ή τον έλεγχο της συμπεριφοράς κάποιου συγκεκριμένες γενετικές παραλλαγές και ποιοι είναι οι βιολογικοί μηχανισμοί που εμπλέκονται; Επίσης, πώς μπορούμε να ανταποκριθούμε σε άτομα με γενετική προδιάθεση στην εγκληματική συμπεριφορά, για να μειωθεί ο κίνδυνος της υποτροπής;

Ο δρ. Appelbaum σημειώνει ότι θα είναι μια συνεχής πρόκληση τόσο για τους νομικούς όσο και για τους ειδικούς της γενετικής, η παρακολούθηση της χρήσης των γενετικών δεδομένων στα δικαστήρια με σκοπό να διασφαλιστεί ότι τα συμπεράσματα που προκύπτουν, αντανακλούν έγκυρα την επιστήμη. Χωρίς αυτές τις προσπάθειες, οι δικαστές και οι ένορκοι μπορεί να υπερεκτιμούν ή υποτιμούν τα συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από τα γενετικά στοιχεία, έτσι ώστε τελικά να στρεβλώνεται η νομική διαδικασία.