Στη Λεωφόρο της καρδιάς μας


1062
vote

Εδώ είναι ο παράδεισος...Καμιά φορά, όταν επιστρέφω στο σπίτι από το πατρικό μου στην Κυψέλη, ανεβαίνω τη λεωφόρο Αλεξάνδρας και, …δήθεν για να αποφύγω την κίνηση, στρίβω δεξιά στην οδό Παναθηναϊκού, εκεί στο γήπεδο της Λεωφόρου. Κόβω ταχύτητα, ρίχνω μια κλεφτή ματιά στο Οινομαγειρείο, σταματάω υποχρεωτικά στο «στοπ» της Αρματολών και Κλεφτών, στο σημείο που γίνεται Τσόχα, κοιτάζω …προσεκτικά προς την είσοδο του κλειστού κολυμβητηρίου και στρίβω αριστερά. Με την ίδια χαμηλή ταχύτητα, περνάω από τα εκδοτήρια, όπου καμιά φορά πετυχαίνεις την πόρτα ανοικτή και μπορεί να δεις μέχρι και τον αγωνιστικό χώρο και παλιότερα μπορεί να έβλεπες και τον κυρ-Γιάννη, του οποίου η μορφή δέσποζε πάντοτε μέσα, αλλά και έξω από το γήπεδο. Προχωράω αργά, μέχρι την «7», την είσοδο του «Τάφου του Ινδού», χαζεύω τους πιτσιρικάδες του βόλεϊ πριν ή μετά από την προπόνηση και μετά, ήσυχος και σχεδόν εξαγνισμένος, συνεχίζω τη διαδρομή σαν να μη συμβαίνει τίποτα.

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, το γήπεδο αυτό ήταν πάντα ένα σημαντικό κομμάτι της καθημερινότητάς μου. Ο πατέρας μου είχε το σαράκι της αθλητικής δημοσιογραφίας από τότε που μεγάλωνε στα Μέγαρα και έγραφε ερασιτεχνικά στα «Παναθηναϊκά Νέα», την εφημερίδα του Γιώργου Χαλκιόπουλου, που στεγαζόταν στη Γερανείου, κοντά στην Ομόνοια. Τότε στη Γερανείου περπατούσες ελεύθερα, ο δρόμος έσφυζε από οικονομική δραστηριότητα και κανείς δε μπορούσε να προβλέψει τι θα γινόταν στη γειτονιά λίγες δεκαετίες αργότερα. Εκεί λοιπόν, κάθε Τρίτη απόγευμα, ήταν και η πρώτη μου επαφή με τα παραδοσιακά συστήματα τυπογραφίας, τη στοιχειοθεσία, το κασάρισμα κάθε σελίδας, την ασπρόμαυρη εκτύπωση πάνω από την οποία προσέθεταν αργότερα το πράσινο χρώμα πάνω από τις φανέλες των παικτών. Λόγω του χόμπι του, ο πατέρας μου είχε «ελευθέρας» για τα δημοσιογραφικά και, λίγο για να με μυήσει στην ομάδα, λίγο για να έχει κι αυτός δικαιολογία να ανηφορίζει προς το γήπεδο, με έπαιρνε συχνά μαζί του.

Θυμάμαι τα δημοσιογραφικά στη Λεωφόρο να αποτελούνται από ένα σκέτο στέγαστρο Ελλενίτ, χωρίς καμιά άλλη προφύλαξη από τη βροχή ή το κρύο και με δυο σειρές από πάγκους για τους δημοσιογράφους. Συνήθως βέβαια προτιμούσαμε τις μέρες που είχε καλό καιρό, με τα φιλικά του Αυγούστου να προσφέρουν μια ομαλή μετάβαση από τις διακοπές στην καθημερινότητα του σχολείου. Θυμάμαι το Ρότσα, όταν είχε έρθει σαν Μπουμπλής και τσακωνόταν στα Ισπανικά με έναν απίστευτο «ομογενή» που είχε φέρει τότε η ομάδα, τον Μπιστάκη. Θυμάμαι και τον Μένιο με φράτζα, να κάνει τις πιο καυστικές και έξυπνες ερωτήσεις στο Γιάτσεκ, στις συνεντεύξεις τύπου στα καμαράκια της Λεωφόρου μετά τους αγώνες. Η ομάδα άλλαξε ριζικά εκείνη την περίοδο, τόσο αγωνιστικά, όσο και εμπορικά, με την έλευση της Λιάνας στο πόστο της υπεύθυνης δημοσίων σχέσεων, στο πλάι του αείμνηστου «ναυάρχου» Σοφρά. Τότε άλλαξαν και τα δημοσιογραφικά, μπήκαν τα γνωστά μας «μπουθ» με το τζάμι που άνοιγε στο μπροστινό μέρος (για να φεύγει και η τσιγαρίλα…). Όταν πρωτομπήκαν τα μπουθ στο γήπεδο, τρέξαμε όλοι να δούμε πώς ήταν να βλέπεις τον αγώνα μέσα στην άνεσή τους. Η Λιάνα τα είχε διακοσμήσει με ένα μικρό βαζάκι με ένα ψεύτικο λουλούδι και μαρμαρόσκονη μέσα – έπρεπε να δεις το θαυμασμό των επισκεπτών όταν το έβλεπαν, αυτό το μικρό και ασήμαντο πράγμα, που ήταν όμως και μια μεγάλη αλλαγή από την προηγουμένη κατάσταση που θύμιζε επαρχιακό γήπεδο. Η εποχή της ενηλικίωσης της ομάδας, βλέπεις…

Η πορεία προς το ΆνφιλντΑπό εκείνο το γήπεδο και από το ΟΑΚΑ, την επόμενη χρονιά και μετά, πέρασαν πολλοί μικροί και μεγάλοι ήρωες. Ο Σαραβάκος κι ο Ζάετς, που δώσανε μια άλλη ώθηση στην ομάδα, παρόμοια με αυτήν που έδωσαν ο Τζιμπρίλ κι ο Ζιλμπέρτο. Η αφρόκρεμα της Εθνικής ομάδας, ο Καψής, ο συχωρεμένος ο Κυράστας, ο Μάικ Γαλάκος, λίγο νωρίτερα ο Δεληκάρης στα τελειώματά του κι ο Δομάζος στην επιστροφή και στο ρέκβιεμ του. Η πιτσιρικαρία εκείνης της σαιζόν, ο Δημόπουλος, ο Καραβίδας, ο Κάβουρας (I know…), ο Μαυρίδης που βαφτίστηκε σέντερ μπακ σε μια, κατά τα άλλα εφιαλτική νύχτα στο Άνφιλντ, από το Γιάτσεκ. Η Γκέτεμποργκ, η Φέγενορντ, τα ημιτελικά του Πρωταθλητριών, μια πραγματική γιορτή του ποδοσφαίρου με την αγαπημένη Λίβερπουλ, ένα βήμα πριν τον τελικό του Χέιζελ, που όλοι  οι ποδοσφαιρόφιλοι θέλουμε να ξεχάσουμε. Όταν βαρέθηκε ο πατέρας μου το γήπεδο, μου εξασφάλιζε εισιτήρια των 50 δραχμών, τα λεγόμενα «φοράκια», είχα και κάρτα απεριορίστων, έπαιρνα τον ηλεκτρικό και κάθε Κυριακή μεσημέρι έβρισκα τη θέση μου στο ΟΑΚΑ. Τότε άνοιγαν για τους φιλάθλους όλες οι θύρες του γηπέδου – να φανταστείς ότι κάποια χρονιά, η ομάδα είχε μέσο όρο εισιτηρίων πάνω από 36.000. Θυμάμαι τις τεσσάρες στον τελικό του κυπέλλου και στο πρωτάθλημα, με τον Μητσάρα να κεραυνοβολεί κάποιον …περίεργο Καζιμιέρσκι, όπως είχε κάνει λίγο νωρίτερα και στα Ευρωπαϊκά του παιχνίδια. Στον τελικό του κυπέλλου δε, είχαμε κάνει το λάθος να βρεθούμε στη «10», στην καρδιά των φανατικών οπαδών: αν δε ζήσεις την εξέδρα να …ταλαντώνεται από τα χοροπηδητά, απλά δεν έχεις καταλάβει την ατμόσφαιρα που επικρατούσε τότε…

...κι η κόλαση εδώΣτη Λεωφόρο είχαν μείνει τότε το μπάσκετ και το βόλεϊ. Θυμάμαι, λίγους μήνες μετά τη Θύρα 7, έναν αγώνα με τον Ιωνικό, με το Γιαννάκη πριν ανηφορίσει για τη Θεσσαλονίκη. Το γήπεδο κυριολεκτικά ξεχείλιζε από κόσμο, όρθιοι όλοι ακόμα και στις σκάλες και στην είσοδο, στριμωγμένοι πάνω στα κάγκελα. Ο Γιαννάκης επιχείρησε να κερδίσει μόνος του τον αγώνα, αλλά δεν τα κατάφερε κόντρα στην παρέα του Κορωναίου, του Βίδα, του Κόντου. Αργότερα προστέθηκε και ο Στεργάκος, τον οποίο ο «μαχητικός» Φίλαθλος επέμενε, ακόμα και στις αναφορές της σύνθεσης, να αποκαλεί Νέλσον, με το πατρικό του δηλαδή όνομα. Θυμάμαι εκείνον τον αγώνα με την ΤΣΣΚΑ, με τα τρία δευτερόλεπτα που κράτησαν …μια ζωή: το χρονόμετρο της επίθεσης δεν έδειχνε τότε τα δευτερόλεπτα, παρά έξι λαμπάκια, το καθένα από τα οποία αντιστοιχούσε σε πέντε δευτερόλεπτα. Αντίστοιχα, το χρονόμετρο δεν έδειχνε τα κλάσματα του δευτερολέπτου, οπότε η τελευταία επίθεση μετά τις ηθελημένα άστοχες βολές της ΤΣΣΚΑ κράτησε λιγάκι παραπάνω, με την ένδειξη στο χρονόμετρο να μην προχωράει και τον Κόντο να κερδίζει τις βολές που έστειλαν την ομάδα στην τελική φάση του Πρωταθλητριών. Ήταν οι εποχές της κόντρας του Παύλου με τον Μαλακατέ για τον ερασιτέχνη, που τότε περιελάμβανε και το μπάσκετ και το βόλεϊ. Όταν ο (οικονομικός) κόμπος έφτασε στο χτένι, ο Παύλος πήρε παραμάζωμα όλα τα τμήματα, διέλυσε εν μια νυκτί το πόλο δίνοντας το Σελετόπουλο στη Γλυφάδα σαν αντάλλαγμα του νεαρού τότε Αλβέρτη και άρχισε να φέρνει στην ομάδα, που μετακόμισε στη Γλυφάδα, ό,τι καλύτερο υπήρχε, τόσο από νέους (Οικονόμου, Μυριούνη, Παπαγιάννη, εκτός από τον Αλβέρτη), όσο και από έμπειρους (Γκάλη, Γιαννάκη, Στόγιαν, και βέβαια Ντομινίκ) Μένει στη φαντασία μας να σκεφτούμε τι θα γινόταν αν ο Γκάλης και ο Ευρωκόουτς Πολίτης δεν κρατούσαν μανιάτικο τη χρονιά του Παρισιού, αλλά μάλλον αυτά είναι λογικό να συμβούν όταν έχεις σε μια ομάδα τόσους ισχυρούς και αμετακίνητους χαρακτήρες.

Το ποδόσφαιρο είχε μεγάλα σκαμπανεβάσματα, αναμενόμενα για ομάδες και χώρες του μεγέθους μας. Από την εξάρα από τη Δυναμό Βουκουρεστίου, γεννήθηκε η ομάδα που έπαιξε στο πρώτο Τσάμπιονς Λιγκ, με δύο ομίλους των τεσσάρων ομάδων (Top-8 το έλεγαν τότε). Θυμάμαι τον αγώνα με τη Σαμπντόρια στο Ολυμπιακό Στάδιο, με τόσο χιόνι που μόνο οι γραμμές του γηπέδου φαίνονταν, την υπόκλιση στον Ερυθρό Αστέρα και το γκολ του Μαραγκού, το μοναδικό σε αυτήν την πορεία στον αγώνα στη Γένοβα. Δύσκολη χρονιά και τότε…

Παράλληλα, οι ήρωες, μεγάλοι και μικροί συνέχιζαν να περνάνε από την ομάδα. Ο Μπορέλι, από την απαξία και την ειρωνεία επί Όσιμ, στις επευφημίες την εποχή του Χουάν. Η νέα φουρνιά πιτσιρικάδων, οι Γεωργιάδηδες, ο Γ.Σ. και ο Γ.Χ., το «τρένο» Δώνης, ο Βαζέχα και ο Βάντσικ, που ήρθαν κι αυτοί σε μια δύσκολη περίοδο στην ομάδα, ο Μητσάρας στα τελειώματά του. Το Άμστερνταμ, λίγες μέρες πριν το Παρίσι. Νιρβάνα. Ο Παναθηναϊκός στον ημιτελικό της Ευρώπης σε ποδόσφαιρο και μπάσκετ, πρώτο θέμα στο Eurosport. Η «εφεύρεση» του τσούκου-τσούκου μπολ, που τόσοι εμίσησαν, αλλά όλοι κατέφυγαν σε αυτό, ακόμα κι ο «βασιλιάς» Όττο το 2004. Η διάλυση και των δύο ομάδων την επόμενη χρονιά, η καταστροφή στο μπάσκετ, το χτίσιμο μιας καινούριας ομάδας με Ράτζα, Ντέγιαν, Φάνη και, πρώτα και πάνω απ’όλους, το Ζοτς. Παρεμπιπτόντως, αξίζει να ρίξει μια ματιά κανείς στο twitter, να δει πώς επικοινωνούν και μιλάνε μεταξύ τους οι παίκτες που έφυγαν, σχεδόν νύχτα, από τον μπασκετικό Παναθηναϊκό, για να καταλάβει πώς αυτή η ομάδα από τη μικρή και ασήμαντη Ελλαδίτσα, με παίκτες που έδιναν πολύ μεγαλύτερη αξία στο σύνολο, παρά στο άθροισμά τους, κατάφερε να κυριαρχήσει στο Ευρωπαϊκό μπάσκετ την τελευταία δεκαετία. Αντίστοιχη οικογένεια ήταν και οι βολεϊμπολίστες, οι αφανείς ήρωες του Τριφυλλιού, που ποτέ δεν είχαν την αναγνώριση που τους άξιζε, ακόμα και από εμάς τους ίδιους: από το γαλαξία των αστεριών που έλαμψαν πάνω από τη Λεωφόρο, αν θα έπρεπε να αναφέρω κάποιους που τίμησαν περισσότερο το ψωμί που έφαγαν από την ομάδα, θα επέλεγα το Στέλιο Προσαλίκα και το Στέλιο Καζάζη, ανθρώπους που έδωσαν και, στην περίπτωση του Καζάζη, συνεχίζουν να δίνουν πολλαπλάσια όσων παίρνουν από τον Παναθηναϊκό. Δε μπορεί να είναι τυχαίο που και οι δύο πέρασαν από το τμήμα βόλεϊ, μαζί με τον Τεντζέρη, το Γόντικα, το Γεωργαντή, και βέβαια τον Αγραπιδάκη. Ίσως η διάλυση της ποδοσφαιρικής ομάδας να είναι μια καλή ευκαιρία να θυμηθούμε κι εμείς οι ίδιοι το «πρωταθλητή σ’όλα τα σπορ παντοτινέ» και να κάνουμε μια βόλτα από το κλειστό της Κυψέλης κάποιο απόγευμα.

Κάπου εκεί, τη χρονιά μετά τον Άγιαξ και το Παρίσι, άρχισα να αραιώνω το γήπεδο. Ήταν Άνοιξη του 97, όταν τσακώθηκα πρώτη και τελευταία φορά στο γήπεδο και μάλιστα με οπαδούς της ομάδας μου. Η ομάδα ήταν και τότε σε δεινή βαθμολογική θέση, οριακά έξω από τις θέσεις που οδηγούν στην Ευρώπη (λιγότερες τότε) και είχε χάσει βαθμούς με βλακώδη τρόπο, με αποκορύφωμα την ισοπαλία με την Ξάνθη με το πέναλτι του Ουζουνίδη που έπιασε τη μπάλα με το χέρι όταν σφύριξε ο …Στέφανος από την κερκίδα. Παίζαμε με τον ΟΦΗ και κρατούσαμε τη νίκη μέχρι τα τελευταία λεπτά, οπότε και το γκολ του Κουτσουπιά μάς έστειλε στο καναβάτσο («παράρτημα» να σου πετύχει…). Ο κόσμος στράφηκε και τότε κατά της διοίκησης, που – με τη γνωστή της υπεροψία – είχε αφήσει το καλοκαίρι πολλούς παίκτες να φύγουν, οι περισσότεροι για το εξωτερικό, ενώ ενδιάμεσα καθυστέρησε να ανανεώσει και έχασε και τον Μπορέλι. Εν μέσω λοιπόν της γενικής κατακραυγής, ξεπήδησαν κάποιοι που απειλούσαν, με ύφος χιλίων καρδιναλίων, τον κόσμο που αποδοκίμαζε, προκαλώντας βέβαια ακόμα μεγαλύτερη κατακραυγή. Είχα δει και στο παρελθόν έμμισθους ή «φυτευτούς» στην κερκίδα, αλλά κάπου εκεί το ποτήρι ξεχείλισε. Έκτοτε, οι φορές που πήγα στο γήπεδο ήταν μετρημένες – τα τελευταία χρόνια, λίγο η κρίση, λίγο το ξενέρωμα με την ποδοσφαιρική ομάδα, λίγο οι κατά παραγγελία περιγραφές των αγώνων, έκοψα και τη Nova, οπότε και αναγκαστικά περιορίζομαι στα στιγμιότυπα στο βραδινό δελτίο ειδήσεων.

Είμαστε από τη Λεωφόρο

Ειλικρινά, όλα αυτά τα χρόνια δε μπορώ να καταλάβω τι είναι αυτό που με ενώνει με αυτό το γήπεδο, τι προκαλεί αυτό το ασυναίσθητο κοίταγμα στις αθλητικές εφημερίδες καθώς περνάω από ένα περίπτερο, το ξεφύλλισμα της εφημερίδας ξεκινώντας από την τελευταία σελίδα, το καμάρι όταν τα παιδιά φοράνε τα ρούχα από τη μπουτίκ και ο Χρήστος φωνάζει ότι είναι «Παναθαϊκός». Έχω γράψει ξανά και ξανά ότι δεν καταλαβαίνω την προβολή και τη λατρεία στους αθλητές, αλλά να που κι εγώ πέφτω στο ίδιο ολίσθημα, με τα τραγούδια, με τα συνθήματα με τα παιδιά, με τα ρούχα, με τα κασκόλ. Αρχίζω να σκέφτομαι ότι απλά είναι το τελευταίο πράγμα που με συνδέει με εκείνα τα χρόνια της ανεμελιάς, τα χρόνια με τον πατέρα μου στο γήπεδο, τα χρόνια που το μόνο που μας ένοιαζε ήταν η καζούρα κάθε Δευτέρα πρωί, τα χρόνια που περίμενες έναν Ευρωπαϊκό αγώνα για να νιώσεις λίγο μεγαλύτερος, λίγο ψηλότερος από όσο ήσουν. Η αλήθεια είναι ότι με το Χουάν νιώσαμε αυτό το συναίσθημα και πάλι, έστω και για εκείνη τη μέρα, τη μέρα του αγώνα με την Τότεναμ στο Λονδίνο. Κάποτε μιλάγαμε για «15 λεπτά δόξας», τώρα είχαμε απλά ένα απόγευμα με το πολυκαιρινό μας «Ευρωπαϊκό» κοστούμι που είχαμε αφήσει να σκονίζεται στο βάθος κάποιας ντουλάπας. Κάποιες αναμνήσεις μεγαλείου, όπως οι αναμνήσεις μιας ζωής λιγότερο περίπλοκης, μιας ζωής χωρίς οικονομικά, πνευματικά ή κοινωνικά χαράτσια, μιας ζωής με περισσότερο πάθος και λιγότερα πάθη, μιας ζωής που οι μνήμες της αργοσβήνουν μαζί με τους ανθρώπους που μας την πρόσφεραν. Ίσως γι’αυτό είναι και τόσο σημαντικό για μένα να χαρίσω μια τέτοια ανάμνηση στα παιδιά, με την ευγενική ανοχή της Ελένης – να τα προστατεύσω, όσο μπορώ τουλάχιστον, πριν αναπόφευκτα μπουν κι αυτά στο μαγκανοπήγαδο της καθημερινότητας. Γι’αυτό καλύτερα να κλείσω τώρα και να πάω στο σαλόνι για να χοροπηδήσουμε ξανά όλοι μαζί, τραγουδώντας τα συνηθισμένα μας τραγούδια: «είμαστε από τη Λεωφόρο…»