Η προέλευση των Ζωδιακών Αστερισμών

 Ημερομηνία: Παρασκευή 26 Μαρ 2010
Συγγραφέας: Σταύρος Δημητρακούδης

Εικόνα: Σταύρος Δημητρακούδης
Pin It

Οι αστερισμοί της ομάδας του ΠερσέαΟι ζωδιακοί αστερισμοί είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι του σύγχρονου πολιτισμού μας, τόσο λόγω του συσχετισμού τους με την ψευδοεπιστήμη της αστρολογίας όσο και από τη χρήση τους στη γεωγραφία (π.χ. Τροπικός του Καρκίνου) και στην ουρανογραφία. Όλοι, λίγο πολύ, γνωρίζουμε τα ονόματα και τις μορφές αυτών των δώδεκα αστερισμών. Από που, όμως προήλθαν; Το ερώτημα αυτό προσπαθούν να απαντήσουν η αρχαιολογία και η αστρονομία. Όλοι οι αστερισμοί που είναι γνωστοί από την αρχαιότητα (συμπεριλαμβανομένων των ζωδιακών) έχουν ελληνικά ονόματα και έχουν συσχετισθεί με την ελληνική μυθολογία. Παρόλα αυτά, αυτοί οι συσχετισμοί συχνά ήταν βαθμιαίοι και διαφιλονικούμενοι. Μόνο οι αστερισμοί της ομάδας του Περσέα (Περσέας, Ανδρομέδα, Κηφέας, Κασσιόπη, Πήγασος, Κήτος) θεωρούνται με επαρκή βεβαιότητα ελληνικής προέλευσης, και σε αυτούς δεν συμπεριλαμβάνονται οι ζωδιακοί.

Στα αρχαιότερα ελληνικά έπη (του Ομήρου και του Ησίοδου), οι μοναδικοί αστερισμοί που αναφέρονται είναι ο Ωρίωνας και η Μεγάλη Άρκτος, ενώ ακόμα οι Πλειάδες και οι Υάδες αναφέρονται ξέχωρα σαν ομάδες αστέρων, και οι αστέρες Σείριος και ο Αρκτούρος αναφέρονται από μόνοι τους. Ο πρώτος πλήρης σωζώμενος κατάλογος αστερισμών προέρχεται από το αστρονομικό ποίημα "Φαινόμενα και Διοσημεία" του Αράτου του Σολέως, ο οποίος το συνέθεσε περίπου το 275π.Χ. στην αυλή του βασιλιά Κασσάνδρου στη Πέλλα, βασιζόμενος σε ένα παλαιότερο σύγγραμα του Ευδόξου. Αυτοί οι αστερισμοί, με μικρές προσθαφαιρέσεις τους εμέσως επόμενους αιώνες, είναι οι κλασικοί αστερισμοί, που έχουν καθιερωθεί από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας. Μερικά ονόματα, όμως, είναι διαφορετικά. Ο αστερισμός του Ζυγού ονομάζεται «Χήλες», δηλαδή δαγκάνες, και ήταν οι δαγκάνες του Σκορπιού πριν μετονομασθεί. Οπότε όποιοι από εσάς πιστεύετε ότι ως ζυγοί διακατέχεσθε από μία μεταφυσική ισορροπία και δικαιοσύνη, σκεφτείτε πως συμβιβάζεται αυτό με τις δαγκάνες ενός σκορπίού...

Οπότε έχουμε ένα τελικό σημείο στην έρευνά μας. Οι αστερισμοί υπήρχαν ήδη από το 275π.Χ., αν και κάποιοι είχαν διαφορετικά ονόματα από αυτά που ξέρουμε σήμερα. Το ερώτημα πλέον είναι πως φτιάχθηκε αυτός ο κατάλογος. Κατα καιρούς κυκλοφορούν διάφορες μισο-μυστικιστικές θεωρίες για τη σοφία διάφορων αρχαίων, και το πως κατέγραψαν αυτή τη σοφία τους αστερισμούς. Μπορεί να βρει κανείς ως υπαίτιους σοφούς από τους Άτλαντες μέχρι τους προ-κατακλυσμιαίους Εβραίους, αν ψάξει καλά στα σκοτεινά σοκκάκια του διαδικτύου. Όλες αυτές οι θεωρίες (χρησιμοποιώ τη λέξη με την ευρεία της έννοια) βασίζονται στην υπόθεση ότι όλοι οι αστερισμοί δημιουργήθηκαν ταυτόχρονα από έναν πολιτισμό σε μία χρονική περίοδο. Αυτή είναι μία υπόθεση που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στον αστρονόμο Michael Ovenden, που τη δεκαετία του 1960 ανάλυσε τα Φαινόμενα του Αράτου. Ήδη από την εποχή που πρωτοεκδόθηκαν τα Φαινόμενα, αναφέρονταν σφάλματα στο κείμενό από άλλους αστρονόμους. Οι θέσεις των αστέρων και οι σχετικές τους αποστάσεις κατά τις ανατολές και καταδύσεις τους δεν ήταν πάντα όπως τις ανέφερε.

Ο Ovenden, σκέφτηκε ότι ο Άρατος, και ο Εύδοξος πριν από αυτόν, μπορεί να βασίζονταν σε κάποια αρχαιότερη παράδοση για τους καταλόγους τους - και εφόσον η Γη περιστρέφεται σαν σβούρα με περίοδο 26000 ετών, αλλά και οι αστέρες κινούνται αργά στο στερέωμα, από την εποχή που δημιουργήθηκαν οι αστερισμοί μέχρι το 275 π.Χ. οι θέσεις τους θα είχαν αλλάξει. Έκανε λοιπόν μία ανάλυση διαφόρων παραμέτρων, και έβγαλε ότι οι αστερισμοί θα πρέπει να είχαν δημιουργηθεί, με τη μορφή που περιέγραφε ο Άρατος, γύρω στο 2800π.Χ. Ο τόπος, δε, όπου έγινε αυτή η καταγραφή, θα πρέπει να ήταν σε τέτοιο γεωγραφικό πλάτος ώστε να φαίνονται όλοι οι αστερισμοί του Αράτου και μόνο αυτοί. Οι αστερισμοί αυτοί είχαν ένα κενό πάνω από τον Νότιο Πόλο. Αυτό συμβαίνει αναπόφευκτα επειδή δεν μπορούμε ποτέ να δούμε τους πιό νότιους αστερισμούς από την Ελλάδα - η Γη μπαίνει στη μέση. Όσο πιό μεγάλο είναι το γεωγραφικό πλάτος του σημείου παρατήρησης, τόσο μεγαλύτερο θα είναι και το κενό. Από αυτό το κενό λοιπόν, εξήγαγε ένα πλάτος 36 μοιρών βόρεια. Αυτό το πλάτος είναι πολύ βόρεια για την Αίγυπτο και τη Σουμερία, πολύ νότια για την μητροπολίτικη Ελλάδα, αλλά συμπέφτει με το νότιο Αιγαίο και είναι αρκετά κοντά στη Κρήτη. Ο Ovenden επέλεξε την Αστυπάλαια ως το αρχικό παρατηρητήριο γιατί άκουσε ότι παλιά ονομαζόταν «Αστροπαλιά», και νομίζω ότι είχε πάει μία εκδρομή σε αυτό το νησί και του άρεσε. Δεν υπάρχει καμία ιστορική ή αρχαιολογική επιβεβαίωση αυτής της υπόθεσης, αλλά σε κάποια βιβλία πάνω στην αρχαία Ελληνική αστρονομία μπορείτε να δείτε την Αστυπάλαια να φιγουράρει σαν πανάρχαιο αστεροσκοπείο...

Τα τελευταία δέκα χρόνια, η μεθοδολογία του Ovenden και τα συμπεράσματά του έχουν καταρριφθεί από τους αρχαιοαστρονόμους. Υπάρχουν ακόμα κάποιοι που υποστηρίζουν ότι η οι αστερισμοί προέρχονται από τη Μινωική Κρήτη, με αστρονομικά επιχειρήματα, αλλά λείπει η αρχαιολογική επιβεβαίωση. Και αυτή η αρχαιολογική επιβεβαίωση υπάρχει αλλού, αλλά τμηματικά.

Αν θεωρήσουμε ότι τα ζώδια προέρχονται από διαφορετικές παραδόσεις, μπορούμε να ψάξουμε για χαρακτηριστικές ομάδες που σχετίζονται με συγκεκριμένους λαούς. Για παράδειγμα, συναντάμε την Μεγάλη Άρκτο σαν αρκούδα σε μία πληθώρα παραδόσεων από την Ευρώπη και την Ασία μέχρι τους Ινδιάνους της Αμερικής. Ο πιό λογικός λόγος για αυτή τη σύμπτωση είναι ότι το όνομα υπήρχε σε μία αρχική παράδοση πριν το τέλος της εποχής των παγετώνων και οι άνθρωποι το μετέφεραν κατά το πέρασμά τους στην Αμερική, πριν περίπου 12 χιλιάδες χρόνια. Αναφέραμε ήδη την ομάδα του Περσέα, που εκτιμάται πως έχει ελληνική προέλευση. Τα ζώδια είναι μία άλλη τέτοια χαρακτηριστική ομάδα, και αυτή τη φορά η προέλευσή τους φαίνεται να κρατάει από Μεσοποταμία. Ήδη από τη τέταρτη χιλιετία π.Χ., στη Σουμεριακή τέχνη βρίσκουμε να επαναλαμβάνονται ο Λέων, ο Ταύρος και ο Σκορπιός, σε μερικές περιπτώσεις διακοσμημένοι με άστρα. Αν κοιτάξετε τον ζωδιακό κύκλο θα διαπιστώσετε ότι και οι τρεις είναι ζώδια, και μάλιστα σχηματίζουν τις τρεις γωνίες ενός τετραγώνου. Ο τέταρτος αστερισμός του τριγώνου είναι ο Υδροχόος. Ο Υδροχόος κάποια εποχή στα Ρωμαϊκά χρόνια ταυτίστηκε μυθολογικά με τον Γανυμήδη, τον οινοχόο των θεών, αλλά αυτό δεν βασιζόταν σε κάποια αρχαιότερη παράδοση. Ο Άρατος τον αναφέρει σαν απλά υδροχόο, το ίδιο και όλοι οι άλλοι αστρονόμοι της εποχής του και των αμέσως επόμενων αιώνων.

Λόγω της σβουροειδούς κίνησης του άξονα της Γης, με περίοδο 26 χιλιάδων ετών, οι αστερισμοί που συνανατέλουν με τον ήλιο κατά το Εαρινό Ηλιοστάσιο μετατίθενται κάθε 2000 χρόνια, περίπου. Έτσι, εκεί που τον καιρό του Αράτου τον Μάρτιο ανέτειλε μαζί με τον Ήλιο ο Κριός (και οι αστρολόγοι επιμένουν ότι το κάνει ακόμα, κρίνοντας από τους μήνες με τους οποίους σχετίζουν τα ζώδιά τους...), σήμερα ανατέλουν οι Ιχθύες. Σε έναν αιώνα, θα ανατέλει ο Υδροχόος, οπότε θα έχουμε την New Age εποχή του Υδροχόου. Το 4000π.Χ. ανέτελε ο Ταύρος. Βλέπουμε λοιπόν μία πρώιμη συσχέτιση των πρώτων ζωδιακών αστερισμών με τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, όπως ορίζονταν τότε. Ταύρος, Λέων, Σκορπιός και ο Υδροχόος, ο οποίος σε μεταγενέστερες εποχές θα λάμβανε στη Μεσοποταμιακή τέχνη τη μορφή του θεού Ενκί, ή Εα, από τους ώμους ή το κύπελο του οποίο ρέει νερό προς δύο κατευθύνσεις, κατά παράβαση της πρακτικής φυσικής. Αυτές οι τέσσερεις μορφές είναι πολύ πιθανό να προήλθαν αρχικά από το Ελάμ, ανατολικά της Σουμερίας, αλλά αυτό είναι ανοιχτό θέμα έρευνας. Αυτό δεν είναι βέβαια απόδειξη της προέλευσης των αστερισμών στο συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, αλλά είναι μία καλή ένδειξη.

Για τα επόμενα τρεις χιλιάδες χρόνια, η Μεσοποταμία περιήλθε σε μία αλληλουχία αυτοκρατοριών, αλλά ο Σουμεριανός πολιτισμός πάντα παρέμενε κυρίαρχος, όπως ο Ελληνικός πολιτισμός αργότερα κατά τη Ρωμαϊκή κυριαρχία. Γύρω στο 1300-1000π.Χ. σημειώνεται η επόμενη ορατή εξέλιξη στη Μεσοποταμιακή αστρονομική παράδοση. Πρόκειται για συνοριακές πέτρες, διακοσμημένες με σύμβολα θεών, που φαίνεται να έχουν πλανητική συσχέτιση. Σε αυτές, βλέπουμε τη Σελήνη, τον Ήλιο και την Αφροδίτη, που σχετίζονταν με τους τρεις βασικούς τους θεούς, ακόμα σύμβολα που σχετίζονταν με άλλους θεούς-πλανήτες, και τέλος τους ζωδιακούς αστερισμούς που αναφέραμε ήδη, καθώς και την Ύδρα και τον Ωρίωνα. Τα πράγματα μοιάζουν να κατασταλλάζουν. Άλλοι λαοί, όπως οι Αιγύπτιοι, έχουν τους δικούς τους αστερισμούς, που είναι διαφορετικοί, οπότε μπορούμε να παραμείνουμε εστιασμένοι εδώ.

Ο κατάλογος του MUL.APINΠερίπου την ίδια εποχή εμφανίζονται οι πρώτοι ημερολογιακοί πίνακες στη Μεσοποταμία. Αυτοί οι πίνακες περιείχαν τρεις αστέρες για κάθε σεληνιακό μήνα, που τους χώριζαν σε τρεις περιόδους. Οι αστερισμοί που αναφέρονται εκεί φαίνεται να προέρχονται από μία πιό χρηστική και αγροτική πράδοση από ό,τι οι ζωδιακοί, και έχουν ονόματα όπως το άροτρο, το χωράφι, ή ο μισθωτός αγρότης. Παρόλα αυτά, περιέχουν τους προαναφερθέντες αστερισμούς, και θέτουν τα θεμέλια για το γέμισμα του ζωδιακού κύκλου κατά τους επόμενους αιώνες. Από τον 7ο αιώνα π.Χ. έχουμε πλέον επίσημα Βαβυλωνιακά αστρονομικά κείμενα, τους καταλόγους MUL.APIN («το άροτρο», καθώς είναι ο πρώτος αστερισμός που αναφέρουνε), και εκεί αναφέρονται οι υπόλοιποι ζωδιακοί αστερισμοί. Οι Δίδυμοι, η Παρθένος, ο Τοξότης και οι Ιχθύες, εκτιμάται πως προϋπήρχαν ήδη από τη τρίτη χιλιετία π.Χ., με σκοπό να προεκετείνουν τις Μεσοποταμιακές θεότητες στον ουρανό, δρώντας συμπληρωματικά των αρχικών τεσσάρων. Τα ψάρια και ο ψαρο-τράγος (Ιχθύες και Αιγόκερως) τοποθετήθηκαν εκατέρωθεν του Εα-Υδροχόου, ο Σκορπιός φαίνεται να σχετίζεται με το Σουμεριανό κόσμο των νεκρών, και με τον αστερισμό της Ύδρας, ενώ η Παρθένος - θεά της γονιμότητας τοποθετήθηκε δίπλα στον Λέωντα του Καλοκαιριού και οι κυνηγετικοί Δίδυμοι τοποθετήθηκαν στην αρχή του Φθινοπώρου.

Τέλος, οι εναπομείναντες ζωδιακοί αστερισμοί κάλυπταν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα κατά τη Νεο-Ασσυριακή εποχή (αρχές πρώτης χιλιετίας π.Χ.). Ο Κριός κάποια στιγμή πήρε τη θέση του παλαιότερου «Μισθωτού Αγρότη», που κατείχε τα ίδια άστρα στον ουρανό. Παρά τη μεγάλη σημασία που του προσέδωσαν οι Έλληνες μεταγενέστερα, λόγω της θέσης του κατά την Εαρινή Ισημερία, δεν φαίνεται οι συντηρητικοί Μεσοποτάμιοι να έτρεφαν ανάλογα αισθήματα. Πιθανότατα για αυτούς ο Ταύρος παρέμενε ο πραγματικά σημαντικός αστερισμός της Εαρινής Ισημερίας, όπως παραμένει ο Κριός για τους σημερινούς αστρολόγους, παρόλο που τη θέση του στον ουρανό έχουν πάρει οι Ιχθύες εδώ και δύο περίπου χιλιάδες χρόνια. Τέλος, ο Καρκίνος έχει αβέβαιη και μη φανταχτερή ιστορία πριν τα MUL.APIN, και ο Ζυγός διαχωρίστηκε κάπου τότε από τον Σκορπιό.

Κατά τη Κλασική εποχή, οι Έλληνες εμπλούτισαν την αστρονομία τους με τις Μεσοποταμιακές παραδόσεις, προσθέτοντας τους ζωδιακούς αστερισμούς σχεδόν αυτούσιους στο δικό τους σύστημα. Ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται. Περίπου την ίδια εποχή αναπτύχθηκε η αστρολογία σαν ψευδοεπιστήμη, και βασίστηκε στον ζωδιακό κύκλο όπως είχε καθιερωθεί τότε. Οι Ρωμαίοι υπήρξαν ενθουσιώδεις θιασωτές αυτής της "τέχνης", και έτσι διαμορφώθηκαν οι πολιτιστικές "αποσκευές" των ζωδίων που κουβαλάμε μέχρι σήμερα.

Οι Ζωδιακοί αστερισμοί λοιπόν φαίνεται πως ήταν μέρος της Ασιατικής συνεισφοράς στο τελικό σύστημα των αστερισμών, και ένας από τους λίγους αλλά θεμελιακούς συνδετικούς κρίκους της αρχαίας Μεσοποταμίας με τον πολιτισμό μας.