Πηγή
Πολλά πειράματα σχετικά με τον χιμαιρισμό γίνονται σε ποντίκια
Ο σύνδεσμος ανάμεσα σε μια μητέρα και το παιδί της είναι προφανής, αλλά σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες η σωματική σύνδεση είναι βαθύτερη από όσο νομίζαμε. Οι ψυχολογικοί και σωματικοί δεσμοί ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί ξεκινούν κατά την περίοδο της κύησης, οπότε και η μητέρα προσφέρει οτιδήποτε χρειάζεται το έμβρυο, τόσο για τη συντήρησή του, όσο και για τη ζεστασιά και την ηρεμία του. Η σωματική σύνδεση γίνεται μέσω του πλακούντα, ενός οργάνου που αποτελείται από κύτταρα τόσο της μητέρας, όσο και του εμβρύου, και το οποίο λειτουργεί σαν μέσο ανταλλαγής θρεπτικών συστατικών, αερίων και αποβλήτων. Τα κύτταρα μπορούν να μετακινούνται μέσω του πλακούντα και να καταλήξουν σε διάφορα όργανα του σώματος, όπως τους πνεύμονες, το θυρεοειδή, το συκώτι, την καρδιά, τα νεφρά ή το δέρμα. Τα αποτελέσματα αυτής της ανταλλαγής μπορεί να είναι ιδιαίτερα σημαντικά, από τη θεραπεία ιστών και την πρόληψη καρκίνου μέχρι το ξεκίνημα ασθενειών του ανοσοποιητικού συστήματος.
Αν και αντιμετωπίζουμε τους εαυτούς μας σαν τελείως αυτόνομα άτομα, η ιδέα της μετακίνησης κυττάρων από ένα άτομο σε άλλο φαίνεται να αντιτίθεται σε αυτήν την αντίληψη – αυτή η ιδέα γίνεται περισσότερο ενδιαφέρουσα, αν αναλογιστούμε πρόσφατες έρευνες που αναφέρουν ότι τέτοια κύτταρα μπορεί να βρεθούν ακόμα και στον εγκέφαλο. Στις έρευνες αυτές, κύτταρα από αρσενικούς οργανισμούς βρέθηκαν στον εγκέφαλο γυναικών και ζούσαν εκεί για αρκετά χρόνια, ακόμα και μερικές δεκαετίες. Ο αντίκτυπος αυτού του γεγονότος δεν είναι ακόμα σαφής, αλλά σύμφωνα με τις έρευνες, αυτά τα κύτταρα ήταν λιγότερο συνηθισμένα στον εγκέφαλο γυναικών που υπέφεραν από τη νόσο του Αλτσχάιμερ, υποδεικνύοντας μια πιθανή σχέση με την υγεία του εγκεφάλου.
Η ιδέα την ανάμιξης κυττάρων ανάμεσα σε γενετικά διακριτά άτομα δεν είναι νέα. Αυτή η κατάσταση ονομάζεται «χιμαιρισμός», από τη μυθική Χίμαιρα, ένα τέρας που εξέπνεε φωτιά και ήταν μισό λιοντάρι και μισό κατσίκα. Στη φύση οι χίμαιρες είναι λιγότερο απειλητικές, καθώς σε αυτές ανήκουν οι μυξομύκητες και τα κοράλλια. Η συνύπαρξη μικρής ποσότητας από γενετικά διακριτά κύτταρα σε έναν άλλο οργανισμό λέγεται «μικροχιμαιρισμός» και παρατηρήθηκε για πρώτη φορά πριν από αρκετά χρόνια, όταν κύτταρα που περιείχαν το αρσενικό χρωμόσωμα «Υ» βρέθηκαν στο αίμα γυναικών μετά την εγκυμοσύνη. Αφού τα συγκεκριμένα κύτταρα ανήκουν σε αρσενικά άτομα, δε θα μπορούσαν να ανήκουν στις γυναίκες αυτές, αλλά μάλλον προήλθαν από τα παιδιά τους κατά τη διάρκεια της κύησης.
Σε αυτήν την καινούρια μελέτη, επιστήμονες παρατήρησαν ότι τα μικροχιμαιρικά κύτταρα δεν απαντώνται μόνο στο αίμα, αλλά είναι προσκολλημένα και στον εγκέφαλο. Οι επιστήμονες εξέτασαν τον εγκέφαλο νεκρών γυναικών και βρήκαν κύτταρα με το χρωμόσωμα «Υ» σε πάνω από το 60% και μάλιστα σε πολλαπλές περιοχές του εγκεφάλου. Αφού η νόσος του Αλτσχάιμερ είναι περισσότερο συνηθισμένη σε γυναίκες με πολλαπλές κυήσεις, οι ερευνητές υπέθεσαν ότι ο αριθμός αυτών των κυττάρων θα ήταν μεγαλύτερος στις γυναίκες που ασθένησαν σε σύγκριση με αυτές που δεν είχαν τέτοιες ενδείξεις, αλλά τα αποτελέσματα τούς διέψευσαν, καθώς στις γυναίκες που είχαν νοσήσει βρέθηκαν λιγότερα τέτοια κύτταρα.
Ο μικροχιμαιρισμός είναι περισσότερο συνηθισμένος μετά την ανταλλαγή κυττάρων διαμέσου του πλακούντα κατά την κύηση, αν και υπάρχουν ενδείξεις ότι κύτταρα μπορεί να μεταφέρονται από τη μητέρα στο βρέφος και κατά τον θηλασμό. Εκτός από την ανταλλαγή ανάμεσα στη μητέρα και το βρέφος, ενδέχεται να υπάρχει τέτοια ανταλλαγή κυττάρων ανάμεσα σε δίδυμα όσο αυτά βρίσκονται στη μήτρα, αλλά και ανάμεσα σε κύτταρα ενός μεγαλύτερου παιδιού που βρίσκονται ακόμα στο σώμα της μητέρας και κινούνται προς το βρέφος κατά την κύηση του δεύτερου. Οι γυναίκες μπορεί να έχουν μικροχιμαιρικά κύτταρα τόσο από τη μητέρα τους, όσο και από τις δικές τους κυήσεις, ενώ υπάρχουν ακόμα και ενδείξεις ανταγωνισμού ανάμεσα σε κύτταρα από τη γιαγιά και το βρέφος μέσα στο σώμα της μητέρας.
Ο ρόλος των εμβρυϊκών μικροχιμαιρικών κυττάρων στο σώμα της μητέρας δεν είναι σαφής, αν και οι πιθανές εξηγήσεις είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες. Για παράδειγμα, τα κύτταρα αυτά είναι παρόμοια με τα βλαστοκύτταρα αφού μπορούν να διαφοροποιηθούν και να βοηθήσουν στη θεραπεία ιστών. Μια ομάδα ερευνητών παρακολούθησε τη δραστηριότητα των εμβρυϊκών μικροχιμαιρικών κυττάρων στην καρδιά μιας μητέρας ποντικίνας, αφού η καρδιά της είχε τραυματιστεί, και ανακάλυψαν ότι τα κύτταρα μετανάστευσαν στην καρδιά της μητέρας και διαφοροποιήθηκαν σε καρδιακά κύτταρα, βοηθώντας στη θεραπεία του τραυματισμού. Σε άλλες μελέτες σε ζώα, μικροχιμαιρικά κύτταρα βρέθηκαν στον εγκέφαλο της μητέρας, όπου και διαφοροποιήθηκαν σε εγκεφαλικά κύτταρα και μάλλον εντάχθηκαν λειτουργικά στο συγκεκριμένο όργανο – κάτι τέτοιο είναι πιθανό να συμβαίνει και στον ανθρώπινο εγκέφαλο.
Τα μικροχιμαιρικά κύτταρα μπορεί επίσης να επηρεάζουν το ανοσοποιητικό σύστημα, καθώς αναγνωρίζονται από τη μητέρα σαν τμηματικά δικά της και τμηματικά ξένα, εξαιτίας της γενετικής συνεισφοράς του πατέρα. Αυτό μπορεί να ερεθίσει το ανοσοποιητικό της μητέρας ώστε να αντιδρά σε κύτταρα που μοιάζουν γενετικά με τα δικά της, αλλά έχουν μικρές διαφορές. Τα καρκινικά κύτταρα που προκύπτουν από μεταλλάξεις ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία και, σύμφωνα με μελέτες, τα μικροχιμαιρικά κύτταρα μπορεί να ερεθίζουν το ανοσοποιητικό ώστε αυτό να εμποδίζει την ανάπτυξη των όγκων. Αυτή η ιδέα στηρίζεται και από τον υψηλό αριθμό κυττάρων στο αίμα των υγιών γυναικών, σε σχέση με των νοσούντων από καρκίνο, υποδεικνύοντας ότι τα μικροχιμαιρικά κύτταρα μπορεί να εμποδίζουν την ανάπτυξη όγκων μέσω κάποιου άγνωστου μηχανισμού. Από την άλλη, ο ερεθισμός του ανοσοποιητικού συστήματος μπορεί να είναι καταστροφικός: ο μικροχιμαιρισμός είναι περισσότερο συνηθισμένος σε ασθενείς με σκλήρυνση κατά πλάκας, σε σχέση με τα υγιή αδέρφια τους, υποδεικνύοντας ότι τα μικροχιμαιρικά κύτταρα μπορεί να παίζουν σημαντικό ρόλο, ξεκινώντας μια επίθεση του ανοσοποιητικού στον οργανισμό.